3,274,917
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypnos | |Transliteration C=ypnos | ||
|Beta Code=u(/pnos | |Beta Code=u(/pnos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sleep]], [[slumber]], Od.11.245, al. (v. infr.); of the [[sleep of death]], κοιμήσατο χάλκεον ὕ. Il.11.241; Κάλχανθ' ὕ. θανάτοιο κάλυψεν Hes.''Fr.''160 codd.Str.; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος Od.6.2, cf. 12.281; τάπητες μαλακώτεροι ὕπνω Theoc.15.125, cf. 5.51.—Special phrases:<br><span class="bld">I</span> of going to [[sleep]], μιν ἐπήλυθε.. ὕ. Od. 4.793; ἐπὶ.. ὕ. ὄρουσεν Il.23.232; ἱκάνει 1.610; ἔχει 10.4, etc.; τὸν ὕ. ἔμαρπτε 23.62, al.; ᾕρει 24.4, al.; λαμβάνει S.''Ph.''767; opp. ὕπνος ἀνῆκέ τινα Il.2.71, Od.19.551, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 310d: of persons, ὕπνον ἀωτεῖν Il.10.159, etc.; ὕπνου δῶρον ἕλοντο Od.16.481, etc.; λαβεῖν [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 223b; κοιμᾶσθαι X.''Hier.''6.7; ἡδὺν ὕπνον καθεύδειν Men.''Kith.Fr.''1.5; ὕπνου τυχεῖν [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''713; μικρὸν ὕπνου λαχών X. ''An.''3.1.11; ὕπνου λαχεῖν μέρος Cratin.218; [[ἐν ὕπνῳ πεσεῖν]] or [[ὕπνῳ πεσεῖν]] = to [[fall asleep]], Pi.''I.''4(3).23(41), A.''Eu.''68; εἰς ὕπνον πεσεῖν S.''Ph.''826; <b class="b3">οὐχ ὕπνῳ γ' ἐνδόντα</b> (so Badham for [[εὕδοντά]]) μ' ἐξεγείρετε Id.''OT''65; also <b class="b3">ὕπνῳ δεδμημένος, ὕπνῳ δαμείς</b>, Il.10.2, 14.353, etc.; <b class="b3">νικώμενος, κρατηθεῖσ'</b>, A.''Ag.''290, ''Eu.''148 (lyr.); κάτοχος S.''Tr.''978 (lyr.); <b class="b3">σκεδάσαι.. ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον</b> ib.991 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> of waking from sleep, ἐγεῖραί τινα ἐξ ὕπνου Od.15.44, etc.: of the sleeper, ἀνόρουσε, ἔγρετο, ἐξ ὕ. Il. 10.162, 2.41; ἐξ ὕ. στῆναι S.''Ph.''277; ἀπολακτίσασ' ὕπνον A.''Eu.''141; ἀποσείσασθαι Luc. ''Tim.''6.<br><span class="bld">3</span> with Preps., when the pl. also is not uncommon, [[ἐν ὕπνῳ]] = [[in sleep]], [[in a dream]], E.''IT''44, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 476c; <b class="b3">ἐν τοῖς ὕ.</b> ib.572b, ''Sph.''266b, Isoc.9.21, ''PCair.Zen.''34.5 (iii B.C.); καθ' ὕπνον ὄντα S.''Tr.''970 (lyr.), cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''800a; <b class="b3">καθ' ὕπνον, κατὰ τοὺς ὕπνους</b>, Plu.2.717e,555b, ''Alex.''50; <b class="b3">περὶ πρῶτον ὕ.</b> about one's first [[sleep]], Ar.''V.''31, Th.2.2; περὶ πρώτους ὕ. Eub.13; ἀπὸ πρώτου ὕ. Th.7.43; διὰ μέσων τῶν ὕ. Plu.''Them.''28; ἐκ τῶν ὕ. ἐγείρεσθαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 330e: pl., [[dreams]], ὕ. ἀγένητοι Phld.''D.''1.22.<br><span class="bld">II</span> [[Sleep]], as a god, twinbrother of Death, Il.14.231, 16.672,682; acc. to Hes.''Th.''212, son of Night without father. [ῠ by nature, A. ''Th.''3, ''Ag.''14,912, etc.; ῡ by position in Ep., etc.] (Cf. Skt. svápati 'sleep', Subst. svápnas 'sleep, dream'; Lat. [[somnus]], [[sopor]], etc.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[sommeil]] : [[ἐν ὕπνῳ]], [[καθ' ὕπνον]] ATT [[pendant le sommeil]] ; <i>particul.</i> sommeil de la mort;<br /><b>2</b> [[Hypnos]] <i>ou</i> le Sommeil personnifié.<br />'''Étymologie:''' R. Ὑπ de Συπ, dormir ; cf. <i>lat.</i> [[sopor]], [[somnus]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ (vgl. <i>[[sopor]], [[somnus]]</i>),<br><b class="num">1</b> <i>der [[Schlaf]]</i>, Hom. und [[Folgende]] [[überall]]; auch vom [[Beischlaf]], <i>Od</i>. 11.215; vom [[Todesschlaf]], [[χάλκεος]], <i>Il</i>. 11.241; ἐν ὕπνῳ πέσεν Pind. <i>I</i>. 3.41; oft bei Tragg.; und in [[Prosa]], ἐκ τῶν ὕπνων ἐγειρόμενος Plat. <i>Rep</i>. I.330e; – περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], <i>um die Zeit des [[ersten]] Schlafes</i>, Plut. <i>Nic</i>. 5, wie περὶ πρώτους ὕπνους Eubul. in <i>B.A</i>. 111. – <i>[[Schläfrigkeit]], [[Trägheit]]</i>, τοσοῦτον [[ὕπνον]] καὶ λήθην ἔχειν ἅπαντας Dem. 18.283.<br><b class="num">2</b> <i>der Gott des Schlafes, Il</i>. 14.231 ff., der [[Zwillingsbruder]] des Todes, 16.672, 682; Soph. <i>Phil</i>. 826; nach Hes. <i>Th</i>. 212 der Sohn der [[Nacht]].<br>[Die att. [[Dichter]] [[brauchen]] die [[erste]] [[Silbe]] [[zuweilen]] kurz, s. Jacobs <i>AP</i> p. 261.] | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπνος:''' ὁ (в поэзии иногда ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[сон]]: [[ὕπνον]] [[λαβεῖν]] Plat., ὕπνου [[τυχεῖν]] Arph., (ἐν) ὕπνῳ πίπτειν Pind., Aesch., εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]] Soph., ὕπνῳ νικᾶσθαι или κρατεῖσθαι Aesch. впасть в сон, заснуть; μικρὸν ὕπνου [[λαχεῖν]] Xen. немножко вздремнуть; ἐν ὕπνῳ, ἐν τοῖς ὕπνοις, καθ᾽ (κατὰ τὸν) [[ὕπνον]] Plat. во время сна, во сне; περὶ [[πρῶτον]] [[ὕπνον]] Thuc. лишь только заснули, в начале ночи; εἴρια ὕπνῳ μαλακώτερα Theocr. шерсть мягче сна; χάλκεον [[ὕπνον]] κοιμηθῆναι Hom. заснуть медным, т. е. непробудным сном;<br /><b class="num">2</b> [[сонливость]], [[сонное состояние]] (ὕ. καὶ [[λήθη]] Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπνος''': ὁ· [ῠ φύσει· καὶ [[συχνάκις]] εὕρηται οὕτω παρ’ Ἀττ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· ἴδε Αἰσχύλ. Θήβ. 3, Ἀγ. 14, 912, κτλ.· ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., καὶ [[πολλάκις]] παρὰ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς]· (ἴδε ἐν τέλει)· - [[ὕπνος]], Ὅμ., κλπ., λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην κατὰ δὲ [[ὕπνον]] ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245· - ὁ [[ὕπνος]] τοῦ θανάτου, [[χάλκεος]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Λ. 241· Κάλχανθ’ [[ὕπνος]] θανάτοιο κάλυψεν Ἡσ. παρὰ Στοβ. 642· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρήμενος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. ludo fatigatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2, πρβλ. Μ. 281· τάπητες μαλακώτεροι ὕπνῳ (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. somno mollior herba) Θεόκρ. 15. 125, πρβλ. 5. 51. - Ἰδιάζουσαι φράσεις: 1) [[ὕπνος]] τινὰ ἐπέρχεται, ἐπορρούει, ἱκάνει Ὀδ. Δ. 793, Ἰλ. Ψ. 232, Α. 610· ἔχει Κ. 4, κ. ἀλλαχ., καὶ Ἀττ.· μάρπτει Ψ. 62, κ. ἀλλ.· αἱρεῖ Ω. 4, κ. ἀλλαχ.· λαμβάνει Σοφ. Φιλ. 767· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὕπνος]] ἀνίησί τινα Ἰλ. Β. 71, Ὀδ. Τ. 551, Πλάτ. Πρωτ. 310D· - ἐπὶ προσώπων, [[ὕπνον]] ἀωτεῖν Ἰλ. Κ. 159 κτλ.· αἱρεῖσθαι Ὀδ. Π. 481, καὶ Ἀττ.· λαμβάνειν Πλάτ. Συμπ. 223Β· κοιμᾶσθαι Ξεν. Ἱέρων 6, 7· ἡδὺν δὲ καὶ πρᾶόν τινα. [[ὕπνον]] καθεύδειν Μένανδρ. ἐν «Κιθαρισταῖς» 1. 5· ὕπνου τυγχάνειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 713· μικρὸν ὕπνου λαγχάνειν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 11· ὕπνου λαχεῖν [[μέρος]] Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 2· ἐν ὕπνῳ ἢ ὕπνῳ πίπτειν, ἀποκοιμᾶσθαι, Πινδ. Ι. 4, 39 (3. 41), Αἰσχύλ. Εὐμ. 68· εἰς [[ὕπνον]] πεσεῖν Σοφ. Φιλ. 826· οὐχ ὕπνῳ γ’ ἐνδόντα ([[οὕτως]] ὁ Badh. ἀντὶ εὕδοντα) μ’ ἐξεγείρετε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 65· - [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ δεδμημένος, δαμεὶς Ἰλ. Κ. 2, Ξ. 353, κτλ.· νικᾶσθαι, κρατεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 290, Εὐμ. 148· [[κάτοχος]] Σοφ. Τρ. 978· σκεδάσαι... ἀπὸ βλεφάρων τινὸς [[ὕπνον]] [[αὐτόθι]] 991. 2) ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγέρσεως, ἀνεγείρειν τινὰ ἐξ ὕπνου Ὀδ. Ο. 44, κλπ.· ἐπὶ προσώπων, ἀνορούειν, ἐγείρεσθαι ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 162, Β. 41· ἐξ ὕπνου στῆναι Σοφ. Φιλ. 277· [[ὕπνον]] ἀπολακτίζειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 141· ἀποσείσασθαι Λουκ. Τίμ. 6. 3) μετὰ προθέσεων, ὅτε καὶ δὲν [[εἶναι]] [[ἀσυνήθης]] ὁ πληθ., ἐν ὕπνῳ, ἐν καιρῷ ὕπνου, ἐν ὀνείρῳ, Εὐρ. Ι. Τ. 44, Πλάτ. Πολ. 476C· ἐν τοῖς ὕπνοις [[αὐτόθι]] 572Β, Ἰσοκρ. 193Α· - καθ’ [[ὕπνον]] [[ὄντα]] Σοφ. Τρ. 970, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 800Α· κατὰ τὸν [[ὕπνον]], κατὰ τοὺς ὕπνους Πλούτ., Λουκ., κλπ.· - περὶ πρῶτον [[ὕπνον]] Ἀριστοφ. Σφ. 31, Θουκ. 2. 2· περὶ πρώτους ὕπνους Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 4· ἀπὸ πρώτου ὕπνου Θουκ. 7. 43· διὰ μέσων τῶν ὕπνων Πλουτ. Θεμιστ. 28· ἐκ τῶν ὕπνων ἐγείρεσθαι Πλάτ. Πολ. 330Ε, πρβλ. Σοφιστ. 266Β. ΙΙ. ὡς θεὸς ὁ Ὕπνος, [[δίδυμος]] ἀδελφὸς τοῦ θανάτου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672, 682· κατὰ τὴν Ἡσιόδ. Θεογ. 212, υἱὸς τῆς Νυκτὸς [[ἄνευ]] πατρός. (Πρὸς τὴν √ΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. svap (dormire), svap-mas· Λατ. som-nus, sop-or· Ἀρχ. Γερμ. sveb-jan (sopire)· Σλαυ. sun-u (somnus), sup-ati (dormire).) | |lstext='''ὕπνος''': ὁ· [ῠ φύσει· καὶ [[συχνάκις]] εὕρηται οὕτω παρ’ Ἀττ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· ἴδε Αἰσχύλ. Θήβ. 3, Ἀγ. 14, 912, κτλ.· ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., καὶ [[πολλάκις]] παρὰ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς]· (ἴδε ἐν τέλει)· - [[ὕπνος]], Ὅμ., κλπ., λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην κατὰ δὲ [[ὕπνον]] ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245· - ὁ [[ὕπνος]] τοῦ θανάτου, [[χάλκεος]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Λ. 241· Κάλχανθ’ [[ὕπνος]] θανάτοιο κάλυψεν Ἡσ. παρὰ Στοβ. 642· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρήμενος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. ludo fatigatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2, πρβλ. Μ. 281· τάπητες μαλακώτεροι ὕπνῳ (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. somno mollior herba) Θεόκρ. 15. 125, πρβλ. 5. 51. - Ἰδιάζουσαι φράσεις: 1) [[ὕπνος]] τινὰ ἐπέρχεται, ἐπορρούει, ἱκάνει Ὀδ. Δ. 793, Ἰλ. Ψ. 232, Α. 610· ἔχει Κ. 4, κ. ἀλλαχ., καὶ Ἀττ.· μάρπτει Ψ. 62, κ. ἀλλ.· αἱρεῖ Ω. 4, κ. ἀλλαχ.· λαμβάνει Σοφ. Φιλ. 767· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὕπνος]] ἀνίησί τινα Ἰλ. Β. 71, Ὀδ. Τ. 551, Πλάτ. Πρωτ. 310D· - ἐπὶ προσώπων, [[ὕπνον]] ἀωτεῖν Ἰλ. Κ. 159 κτλ.· αἱρεῖσθαι Ὀδ. Π. 481, καὶ Ἀττ.· λαμβάνειν Πλάτ. Συμπ. 223Β· κοιμᾶσθαι Ξεν. Ἱέρων 6, 7· ἡδὺν δὲ καὶ πρᾶόν τινα. [[ὕπνον]] καθεύδειν Μένανδρ. ἐν «Κιθαρισταῖς» 1. 5· ὕπνου τυγχάνειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 713· μικρὸν ὕπνου λαγχάνειν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 11· ὕπνου λαχεῖν [[μέρος]] Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 2· ἐν ὕπνῳ ἢ ὕπνῳ πίπτειν, ἀποκοιμᾶσθαι, Πινδ. Ι. 4, 39 (3. 41), Αἰσχύλ. Εὐμ. 68· εἰς [[ὕπνον]] πεσεῖν Σοφ. Φιλ. 826· οὐχ ὕπνῳ γ’ ἐνδόντα ([[οὕτως]] ὁ Badh. ἀντὶ εὕδοντα) μ’ ἐξεγείρετε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 65· - [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ δεδμημένος, δαμεὶς Ἰλ. Κ. 2, Ξ. 353, κτλ.· νικᾶσθαι, κρατεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 290, Εὐμ. 148· [[κάτοχος]] Σοφ. Τρ. 978· σκεδάσαι... ἀπὸ βλεφάρων τινὸς [[ὕπνον]] [[αὐτόθι]] 991. 2) ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγέρσεως, ἀνεγείρειν τινὰ ἐξ ὕπνου Ὀδ. Ο. 44, κλπ.· ἐπὶ προσώπων, ἀνορούειν, ἐγείρεσθαι ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 162, Β. 41· ἐξ ὕπνου στῆναι Σοφ. Φιλ. 277· [[ὕπνον]] ἀπολακτίζειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 141· ἀποσείσασθαι Λουκ. Τίμ. 6. 3) μετὰ προθέσεων, ὅτε καὶ δὲν [[εἶναι]] [[ἀσυνήθης]] ὁ πληθ., ἐν ὕπνῳ, ἐν καιρῷ ὕπνου, ἐν ὀνείρῳ, Εὐρ. Ι. Τ. 44, Πλάτ. Πολ. 476C· ἐν τοῖς ὕπνοις [[αὐτόθι]] 572Β, Ἰσοκρ. 193Α· - καθ’ [[ὕπνον]] [[ὄντα]] Σοφ. Τρ. 970, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 800Α· κατὰ τὸν [[ὕπνον]], κατὰ τοὺς ὕπνους Πλούτ., Λουκ., κλπ.· - περὶ πρῶτον [[ὕπνον]] Ἀριστοφ. Σφ. 31, Θουκ. 2. 2· περὶ πρώτους ὕπνους Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 4· ἀπὸ πρώτου ὕπνου Θουκ. 7. 43· διὰ μέσων τῶν ὕπνων Πλουτ. Θεμιστ. 28· ἐκ τῶν ὕπνων ἐγείρεσθαι Πλάτ. Πολ. 330Ε, πρβλ. Σοφιστ. 266Β. ΙΙ. ὡς θεὸς ὁ Ὕπνος, [[δίδυμος]] ἀδελφὸς τοῦ θανάτου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672, 682· κατὰ τὴν Ἡσιόδ. Θεογ. 212, υἱὸς τῆς Νυκτὸς [[ἄνευ]] πατρός. (Πρὸς τὴν √ΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. svap (dormire), svap-mas· Λατ. som-nus, sop-or· Ἀρχ. Γερμ. sveb-jan (sopire)· Σλαυ. sun-u (somnus), sup-ati (dormire).) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὕπνος]] | |sltr=[[ὕπνος]] [[sleep]] τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις [[ὕπνον]] ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ (P. 9.25) met., ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (''[[sc.]]'' [[φάμα]] παλαιά) (I. 4.23) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύπνος, [[γαλήνιος]] ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χάλκεος]] [[ὕπνος]], δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται</i>, <i>ἐπορούει</i>, <i>ἱκάνει</i>, <i>αἱρεῖ</i>, <i>λαμβάνει</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]], σε Σοφ.· <i>ἐν ὕπνῳ</i>, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' [[ὕπνον]], σε Σοφ.· περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], γύρω, [[περίπου]] στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[θεός]] Ύπνος, [[δίδυμος]] αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὕπνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύπνος, [[γαλήνιος]] ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χάλκεος]] [[ὕπνος]], δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται</i>, <i>ἐπορούει</i>, <i>ἱκάνει</i>, <i>αἱρεῖ</i>, <i>λαμβάνει</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]], σε Σοφ.· <i>ἐν ὕπνῳ</i>, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' [[ὕπνον]], σε Σοφ.· περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], γύρω, [[περίπου]] στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[θεός]] Ύπνος, [[δίδυμος]] αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 43: | Line 46: | ||
|sngr='''原文音譯''':Ûpnoj 虛普挪士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':睡<br />'''字義溯源''':睡*,睡眠,睡覺,安睡,盹,打盹;或源自([[ὑπό]])=被*,在⋯下)<br />'''同源字''':1) ([[ἀγρυπνέω]])不眠的 2) ([[ἀγρυπνία]])不眠 3) ([[ἀφυπνόω]])適於喚醒 4) ([[ἐνυπνιάζομαι]])作夢 5) ([[ἐνύπνιον]])睡中見事 6) ([[ἐξυπνίζω]])叫醒 7) 8) ([[ἔξυπνος]])醒著的<br />'''出現次數''':總共(6);太(1);路(1);約(1);徒(2);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 睡(2) 太1:24; 徒20:9;<br />2) 睡覺(2) 徒20:9; 羅13:11;<br />3) 盹(1) 路9:32;<br />4) 安睡(1) 約11:13 | |sngr='''原文音譯''':Ûpnoj 虛普挪士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':睡<br />'''字義溯源''':睡*,睡眠,睡覺,安睡,盹,打盹;或源自([[ὑπό]])=被*,在⋯下)<br />'''同源字''':1) ([[ἀγρυπνέω]])不眠的 2) ([[ἀγρυπνία]])不眠 3) ([[ἀφυπνόω]])適於喚醒 4) ([[ἐνυπνιάζομαι]])作夢 5) ([[ἐνύπνιον]])睡中見事 6) ([[ἐξυπνίζω]])叫醒 7) 8) ([[ἔξυπνος]])醒著的<br />'''出現次數''':總共(6);太(1);路(1);約(1);徒(2);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 睡(2) 太1:24; 徒20:9;<br />2) 睡覺(2) 徒20:9; 羅13:11;<br />3) 盹(1) 路9:32;<br />4) 安睡(1) 約11:13 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἀπό ρίζα υπ-. Παράγωγα [[ὑπνηλός]], [[ὑπνοδότης]], ὑπνομαχῶ (=διώχνω τόν ὕπνο), [[ὑπνόω]] -ῶ (=[[ἀποκοιμίζω]]), [[ὑπνώσσω]] (=[[νυστάζω]]), [[ὑπνωτικός]], [[ὑπνωτέον]], [[ὑπνοφανής]] (=αὐτός πού φαίνεται στούς ὕπνους), [[ὑπνοφόβης]] (=αὐτός πού φοβίζει κάποιον στόν ὕπνο), [[ὑπνοφόρος]] (=αὐτός πού φέρνει ὕπνο). | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[somnus]]'', [[sleep]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.2.1/ 2.2.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.3/ 2.75.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.49.3/ 3.49.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.43.2/ 7.43.2]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sleep]]=== | |||
Afar: xin; Afrikaans: slaap; Albanian: gjumë; Ambonese Malay: sono, tidor; Arabic: نَوْم, سِنَة; Egyptian Arabic: نوم, نومة; Moroccan Arabic: نعاس, رقاد; Aramaic Classical Syriac: ܫܢܬܐ, ܢܘܡܬܐ; Jewish Aramaic: שֵׁינְתָא, שִׁנְתָא; Archi: набкӏ; Armenian: քուն; Aromanian: somnu; Assamese: টোপনি; Asturian: sueñu; Azerbaijani: yuxu, uyqu; Baluchi: واب; Basque: lo; Belarusian: сон; Bengali: ঘুম; Bikol Central: turog, katurog; Breton: hun, kousk; Bulgarian: сън; Catalan: son; Chechen: наб; Chichewa: tulo; Chinese Cantonese: 睏/困, 瞓/𰥛, 睡眠; Hakka: 睡眠, 睡目; Mandarin: 睡覺/睡觉, 睡眠; Min Nan: 睏/困, 睏眠/困眠, 睡眠; Cornish: kosk; Crimean Tatar: yuqu; Czech: spánek; Dalmatian: samno; Danish: søvn; Dutch: [[slaap]]; Elfdalian: swemmen; Esperanto: dormo; Estonian: uni; Evenki: ами; Faroese: svøvnur; Finnish: uni; French: [[sommeil]]; Friulian: sium; Galician: sono; Georgian: ძილი; German: [[Schlaf]]; Gothic: 𐍃𐌻𐌴𐍀𐍃; Greek: [[ύπνος]]; Ancient Greek: [[ὕπνος]]; Haitian Creole: dòmi, sòmey; Hawaiian: hiamoe; Hebrew: שינה; Hindi: नींद, निद्रा; Hungarian: alvás; Icelandic: svefn; Ido: dormo; Ilocano: turog; Indonesian: tidur; Interlingua: somno; Irish: suan, codladh; Italian: [[sonno]]; Japanese: 眠り, 睡眠; Kamta: Kamta নিন্দ, Kamta ঘুম; Kazakh: ұйқы; Khmer: ដំណើរដេកលក់; Korean: 잠; Kurdish Central Kurdish: خەو; Laki: خاو; Northern Kurdish: xew; Southern Kurdish: خەو | |||
}} | }} |