Anonymous

εἰσκομίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. y poét. ἐσ- Th.2.14, S.<i>Fr</i>.260a, E.<i>HF</i> 242<br /><b class="num">I</b> tr. en v. act. y med.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[traer]], [[importar]], [[abastecer de]] χόρτον Hes.<i>Op</i>.606, σῖτον εἰς τὴν γῆν D.S.12.63, ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι ... οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντες D.Chr.36.25, πλῆθος ἐπιτηδείων Polyaen.7.26, en v. pas. ἐπειδὰν ἐσκομισθῶσιν πόλει (κορμοί) cuando (los troncos) hayan sido traídos a la ciudad</i> E.<i>HF</i> 242, τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας καὶ τοὺς ἄλλους καρποὺς [[αἴτιος]] ἐγένετο εἰσκομισθῆναι fue responsable del abastecimiento de trigo y restantes productos del campo</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.682.36 (III a.C.), cf. <i>SEG</i> 28.60.26 (Atenas III a.C.), θύματα αὐτοῖς μόνον εἰσκομίζεσθαι I.<i>AI</i> 14.477, αἱ εἰσκομιζόμεναι διὰ θαλάττης ... ἀγοραί los suministros importados por mar</i> D.H.3.44, cf. D.17.28, Aen.Tact.5.1, <i>SEG</i> 39.1180.16 (I a.C.), τὰ εἰσκομιζόμενα las importaciones</i> op. τὰ ἐκκομιζόμενα Str.17.1.7, de alimentos llevados al estómago, εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ εἰσκομιζόμενοι Plu.2.699f (cód.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. ac. abstr. [[aportar]], [[proveer]] δύο λύσεις εἰσκεκόμικε τῆς ἀπορίας Porph.<i>in Cat</i>.139.30.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de animado o cosa [[traer]], [[introducir]], [[hacer entrar]] en la casa, habitación u otros recintos τὴν ξένην A.<i>A</i>.951, (τὸν Βρασίδαν) ἐς τὴν πόλιν ἔτι ἔμπνουν ἐσεκόμισαν Th.5.10, cf. 6.45, παρ' αὐτοὺς ... ἄνδρας ψιλούς Th.4.110, εἰσκομίσας τὰ θηρία ἐδίδου τῷ πάππῳ X.<i>Cyr</i>.1.4.10, cf. 9, en v. pas. ἢ Ἀτρεῖ μούνῳ καὶ Ζεὺς τροπαῖος ἐσκεκόμισται τόποις; ¿acaso el Zeus de la victoria ha sido acogido en su país sólo por Atreo?</i> S.l.c., tb. c. ac. de cosa πυρεῖον ... ([[ἔνδον]]) εἰσκομίζει Ph.2.223, τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸς τὸν Καίσαρα Plu.<i>Caes</i>.49, ξίφος εἰσεκόμισεν ὑπὸ τῷ χιτωνίσκῳ Polyaen.8.46, εἰσκομίζει τις ... τὰ γνωρίσματα Longus 4.34.3, en v. pas. εἰσκομισθέντος εἰς τὸ [[δωμάτιον]] λύχνου Thphr.<i>Fr</i>.54<br /><b class="num">•</b>en cont. funerario [[traer para enterrar]] ἀλλ' ἐσκόμιζε τέκνα E.<i>HF</i> 1422, abs. εἰσκομίζιν καὶ θάπτιν ἰς τοῦτο τὸ μνημεῖον <i>ISmyrna</i> 201.10 (II d.C.), en v. pas. τὸ μεν σῶμα [[αὐτοῦ]] εἰσκο μισθῆναι εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὴν καθήκουσαν κηδείαν <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.34.23 (Olbia I a.C.), οὐδένα δὲ ἄλλον τινα ἐξέσται εἰσκομισθῆναι σορῷ <i>SEG</i> 34.1401 (Licaonia, imper.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[traerse]] las cosas del campo a la ciudad en cont. bélico ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν [[ἄλλην]] κατασκευήν Th.2.14, cf. 5, 13.<br /><b class="num">3</b> en v. med., c. suj. de [[ciudad]] [[aprovisionarse]], [[abastecerse de]] mercancías τὰ ἐπιτήδεια Th.6.22, cf. 7.13, ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο Th.1.117.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med. y med.-pas. [[refugiarse]] en la ciudad trayendo sus pertenencias, en cont. bélico εἰκὸς εἶναι ... ἐσκομιζομένων αὐτῶν τὴν στρατιὰν οὐκ ἀπορήσειν χρημάτων Th.6.49, οἱ Ἀθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ Th.2.18, οἱ μὲν Μακεδόνες ... ἔς τε τὰ καρτερὰ καὶ τὰ τείχη ... ἐσεκομίσθησαν Th.2.100.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. y poét. ἐσ- Th.2.14, S.<i>Fr</i>.260a, E.<i>HF</i> 242<br /><b class="num">I</b> tr. en v. act. y med.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[traer]], [[importar]], [[abastecer de]] χόρτον Hes.<i>Op</i>.606, σῖτον εἰς τὴν γῆν D.S.12.63, ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι ... οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντες D.Chr.36.25, πλῆθος ἐπιτηδείων Polyaen.7.26, en v. pas. ἐπειδὰν ἐσκομισθῶσιν πόλει (κορμοί) cuando (los troncos) hayan sido traídos a la ciudad</i> E.<i>HF</i> 242, τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας καὶ τοὺς ἄλλους καρποὺς [[αἴτιος]] ἐγένετο εἰσκομισθῆναι fue responsable del abastecimiento de trigo y restantes productos del campo</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.682.36 (III a.C.), cf. <i>SEG</i> 28.60.26 (Atenas III a.C.), θύματα αὐτοῖς μόνον εἰσκομίζεσθαι I.<i>AI</i> 14.477, αἱ εἰσκομιζόμεναι διὰ θαλάττης ... ἀγοραί los suministros importados por mar</i> D.H.3.44, cf. D.17.28, Aen.Tact.5.1, <i>SEG</i> 39.1180.16 (I a.C.), τὰ εἰσκομιζόμενα las importaciones</i> op. [[τὰ ἐκκομιζόμενα]] Str.17.1.7, de alimentos llevados al estómago, εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ εἰσκομιζόμενοι Plu.2.699f (cód.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. ac. abstr. [[aportar]], [[proveer]] δύο λύσεις εἰσκεκόμικε τῆς ἀπορίας Porph.<i>in Cat</i>.139.30.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de animado o cosa [[traer]], [[introducir]], [[hacer entrar]] en la casa, habitación u otros recintos τὴν ξένην A.<i>A</i>.951, (τὸν Βρασίδαν) ἐς τὴν πόλιν ἔτι ἔμπνουν ἐσεκόμισαν Th.5.10, cf. 6.45, παρ' αὐτοὺς ... ἄνδρας ψιλούς Th.4.110, εἰσκομίσας τὰ θηρία ἐδίδου τῷ πάππῳ X.<i>Cyr</i>.1.4.10, cf. 9, en v. pas. ἢ Ἀτρεῖ μούνῳ καὶ Ζεὺς τροπαῖος ἐσκεκόμισται τόποις; ¿acaso el Zeus de la victoria ha sido acogido en su país sólo por Atreo?</i> S.l.c., tb. c. ac. de cosa πυρεῖον ... ([[ἔνδον]]) εἰσκομίζει Ph.2.223, τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸς τὸν Καίσαρα Plu.<i>Caes</i>.49, ξίφος εἰσεκόμισεν ὑπὸ τῷ χιτωνίσκῳ Polyaen.8.46, εἰσκομίζει τις ... τὰ γνωρίσματα Longus 4.34.3, en v. pas. εἰσκομισθέντος εἰς τὸ [[δωμάτιον]] λύχνου Thphr.<i>Fr</i>.54<br /><b class="num">•</b>en cont. funerario [[traer para enterrar]] ἀλλ' ἐσκόμιζε τέκνα E.<i>HF</i> 1422, abs. εἰσκομίζιν καὶ θάπτιν ἰς τοῦτο τὸ μνημεῖον <i>ISmyrna</i> 201.10 (II d.C.), en v. pas. τὸ μεν σῶμα [[αὐτοῦ]] εἰσκο μισθῆναι εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὴν καθήκουσαν κηδείαν <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.34.23 (Olbia I a.C.), οὐδένα δὲ ἄλλον τινα ἐξέσται εἰσκομισθῆναι σορῷ <i>SEG</i> 34.1401 (Licaonia, imper.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[traerse]] las cosas del campo a la ciudad en cont. bélico ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν [[ἄλλην]] κατασκευήν Th.2.14, cf. 5, 13.<br /><b class="num">3</b> en v. med., c. suj. de [[ciudad]] [[aprovisionarse]], [[abastecerse de]] mercancías τὰ ἐπιτήδεια Th.6.22, cf. 7.13, ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο Th.1.117.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med. y med.-pas. [[refugiarse]] en la ciudad trayendo sus pertenencias, en cont. bélico εἰκὸς εἶναι ... ἐσκομιζομένων αὐτῶν τὴν στρατιὰν οὐκ ἀπορήσειν χρημάτων Th.6.49, οἱ Ἀθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ Th.2.18, οἱ μὲν Μακεδόνες ... ἔς τε τὰ καρτερὰ καὶ τὰ τείχη ... ἐσεκομίσθησαν Th.2.100.
}}
}}
{{grml
{{grml