3,277,119
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thi | |Transliteration C=thi | ||
|Beta Code=qi | |Beta Code=qi | ||
|Definition=termin. of the locative case, < | |Definition=termin. of the locative case,<br><span class="bld">A</span> [[Ἰλιόθι]] πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.<br><span class="bld">II</span> termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., [[ἀγρόθι]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc., cf. A.D.Adv.205.35, al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[originally]] a termin. of the gen., as in [[Ἰλιόθι]] πρό, [[ἠῶθι]] πρό Il.<br /><b class="num">II.</b> insepar. Affix of [[several]] Substs., Adjs., and Pronouns, to [[which]] it gives an adv. [[sense]], denoting the [[place]] at [[which]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[originally]] a termin. of the gen., as in [[Ἰλιόθι]] πρό, [[ἠῶθι]] πρό Il.<br /><b class="num">II.</b> insepar. Affix of [[several]] Substs., Adjs., and Pronouns, to [[which]] it gives an adv. [[sense]], denoting the [[place]] at [[which]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-θι (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάληξη]] της παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατόπιν]] [[κατάληξη]] διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («[[ἀγρόθι]]», «[[ἄλλοθι]]», «[[ἀμφοτέρωθι]]», «[[ἔνδοθι]]» <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για επιρρηματική [[κατάληξη]] της Αρχαίας που αρχικά ως τοπική [[πτώση]] δήλωνε τον [[τόπο]] όπου βρισκόταν [[κάποιος]] ή [[κάτι]]. Η [[κατάληξη]] αυτή απαντά μόνο στον Όμηρο και στους μτγν. συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη [[γλώσσα]] του και όχι στην αττική διάλεκτο<br />πρβλ. [[άλλοθι]] «[[αλλού]]», <i>Κορινθόθι</i> «στην Κόρινθο», <i>όθι</i> «όπου», [[οίκοθι]] «στο [[σπίτι]]», [[ένδοθι]] «[[μέσα]]» κ.ά. Ανάγεται σε ΙE -<i>dhi</i> και αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. ονομ. και οργαν. [[πτώση]] -<i>dh</i><i>ā</i> στο <i>dvidh</i><i>ā</i>, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από ΙE -<i>g</i><sup>w</sup><i>hi</i>. Τέλος, η κατάλ. -<i>θι</i>, όπως και η -<i>θε</i>(<i>ν</i>), συνάπτεται με προσωπικές αντων., ουσ. και επιρρ., [[πράγμα]] που αποτελεί νεωτερισμό της ελλ.]. | |||
}} | }} |