Anonymous

συρροή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrroi
|Transliteration C=syrroi
|Beta Code=surroh/
|Beta Code=surroh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σύρρευσις]], [[conflux]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>50</span>, al.; [[ἰχώρων]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>39</span>; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων <span class="title">Mnemos.</span>42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.8</span>; [[accumulation]] of earth, ib.<span class="bibl">7.15.2</span>: also σύρροια, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>23</span>, <span class="bibl">Plb.2.32.2</span>, <span class="bibl">Str. 1.3.12</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span> (ξύρρ-) ; σύνροια <span class="title">IG</span>5(1).1431.20 (Messene).</span>
|Definition=ἡ, = [[σύρρευσις]], [[conflux]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 1, ''Ign.''50, al.; [[ἰχώρων]] Plu.''Cleom.''39; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων ''Mnemos.''42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.6.8; [[accumulation]] of earth, ib.7.15.2: also [[σύρροια]], Hp.''Alim.''23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.''CD''1.13 (ξύρρ-); σύνροια ''IG''5(1).1431.20 (Messene).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[confluent]].<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ῆς () :<br />confluent.<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
|elnltext=συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [[συρρέω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρρέω]], το να ρέουν ή να χύνονται [[μαζί]] δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («[[συρροή]] πλήθους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την [[άλλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συρροή]] νόμων»<br />(ποιν. δίκ.) η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την [[ίδια]] ύλη<br />β) «[[συρροή]] εγκλημάτων» και «[[συρροή]] αδικημάτων» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εφίδρωση]].
|ptext=, [[σύρροια]], Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συρροή:''' ἡ [[стечение]], [[слияние]] Plut.
|elrutext='''συρροή:''' ἡ [[стечение]], [[слияние]] Plut.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συρροή -ῆς, [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.
|lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [[συρρέω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρρέω]], το να ρέουν ή να χύνονται [[μαζί]] δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («[[συρροή]] πλήθους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την [[άλλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συρροή]] νόμων»<br />(ποιν. δίκ.) η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την [[ίδια]] ύλη<br />β) «[[συρροή]] εγκλημάτων» και «[[συρροή]] αδικημάτων» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εφίδρωση]].
}}
}}