3,277,121
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirrignymi | |Transliteration C=perirrignymi | ||
|Beta Code=perirrh/gnumi | |Beta Code=perirrh/gnumi | ||
|Definition=and περιρρηγνύω ( | |Definition=and [[περιρρηγνύω]] (Plu.''Publ.''6),<br><span class="bld">A</span> [[break off all round]], τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.''Criti.''113d: freq. of clothes, [[rend and tear off]], τὸν χιτωνίσκον D.19.197; τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4: also c. acc. pers., [[strip]], Parth. 15.3:—Med., <b class="b3">περιερρήξατο τοὺς πέπλους</b> [[tore off her own]] garments, Plu.''Ant.''77, cf. Ph.2.44: abs., J.''AJ''9.7.3, Arr.''An.''7.24.3, D.Chr.35.9; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12:—Pass., with aor. 2 -ερράγην, intr. pf. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.''Th.''328 (lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''551a23, cf. 552a6; <b class="b3">περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον</b> ib. 601a13 (so in Act., <b class="b3">ἡ σχάδων… τὸν ὑμένα περιρρήξας</b> (sic) [[ἐκπέταται]] ib. 554a30.—Med., <b class="b3">τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα</b> ib.552a9); <b class="b3">πέτρα περιρραγεῖσα</b> ib.578b22; of dead flesh, [[break away]], Hp.''Fract.'' 26.<br><span class="bld">II</span> [[cause]] a stream to [[break]] or [[divide round]] a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31:—Pass., τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος [[Herodotus|Hdt.]]2.16, cf. Ael.''NA''7.24; <b class="b3">βρονταὶ περιερρήγνυντο</b> [[kept breaking round]] a place, Plu.''Crass.'' 19.<br><span class="bld">III</span> [[break]] a thing [[round]] or [[on]] another, [[wreck]], τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.''Merc.Cond.''2, cf. Poll.1.114; ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">ὄρος περιερρωγός</b> [[broken all round]], i.e. [[precipitous]], Nic.Dam.1 J. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιρρήγνυμμαι]];<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d'un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-ρρήγνυμι en περιρρηγνύω act. met acc. kapotmaken, breken:; πρὸς... σκόπελον... περιρρήξαντες τὸ δύστηνον σκαφίδιον toen ze hun ongelukkige bootje op een rots schipbreuk hadden laten lijden Luc. 36.2; spec. van kleding stukscheuren, ook med.: περιερρήξατό τε τοὺς πέπλους en zij scheurde haar kleren aan flarden Plut. Ant. 77.5. med.-pass. intrans. (rondom) losbreken, doorbreken, afbreken:. χώματος περιρραγέντος toen de dijk doorgebroken was Plut. Num. 22.4; πολλαὶ... ὑπερφυεῖς βρονταὶ περιερρήγνυντο talloze geweldige donderslagen braken los om hen heen Plut. Crass. 19.4; ὅσα τε σαρκία... ἐθανατώθη, θᾶσσον περιρρήγνυται al het vlees dat afgestorven is, breekt sneller af Hp. Fract. 26; περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος de Nijl splitst zich Hdt. 2.16.2. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], und [[περιρρηγνύω]] Plut. <i>Popl</i>. 6 (s. [[ῥήγνυμι]]), <i>[[ringsum]] [[abreißen]], [[abbrechen]]</i>, τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ, Plat. <i>Critia</i>. 113d; <i>[[zerreißen]]</i>, bes. die [[Kleider]], περιρρηγνυμένων φαρέων, Aesch. <i>Spt</i>. 311; τινά, <i>Einem die [[Kleider]] [[herunter]] od. [[rings]] [[abreißen]]</i>, τὴν χλαμύδα, Pol. 15.33.4; τὸν χιτωνίσκον, Dem. 19.197; so auch med., seine [[Kleider]], Plut. <i>Anton</i>. 77.<br><b class="num">Pass</b>. vom Flusse, <i>sich [[brechen]], [[teilen]] um [[Etwas]]</i>, κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], Her. 2.16; vgl. Isocr. 11.31 [[Βούσιρις]] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιρρήγνῡμι:''' и [[περιρρηγνύω]] (fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)<br /><b class="num">1</b> [[разрывать]] (τὸν χιτωνίσκον Dem.; τὴν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT): περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. (Клеопатра) разорвала на себе одежды;<br /><b class="num">2</b> [[окапывать]], [[отделять]], [[изолировать кругом]] (τὸν γήλοφον [[κύκλῳ]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[разбивать]] (τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc.);<br /><b class="num">4</b> [[разделять]] (на рукава) (τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] Her.);<br /><b class="num">5</b> (о звуке) pass. трещать, грохотать: πολλαὶ βρονταὶ περιερρήγνυντο Plut. послышались частые удары грома. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν | |mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῖκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | |lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· συχν. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας ([[οὕτως]]) ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> of [[clothes]], to [[rend]] from [[round]] one, to [[rend]] and [[tear]] off, Dem.:—Mid., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off his own garments, Plut.:—Pass. to be [[torn]] off, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to make a [[stream]] [[break]] or [[divide]] [[round]] a [[piece]] of [[land]], [[Βούσιρις]] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isocr.: Pass., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] at the [[apex]] of the [[Delta]] the [[Nile]] is [[broken]] [[round]] it, i. e. breaks [[into]] [[several]] branches, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] a [[thing]] [[round]] or on [[another]], to [[wreck]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc. | |mdlsjtxt=and -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> of [[clothes]], to [[rend]] from [[round]] one, to [[rend]] and [[tear]] off, Dem.:—Mid., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off his own garments, Plut.:—Pass. to be [[torn]] off, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to make a [[stream]] [[break]] or [[divide]] [[round]] a [[piece]] of [[land]], [[Βούσιρις]] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isocr.: Pass., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] at the [[apex]] of the [[Delta]] the [[Nile]] is [[broken]] [[round]] it, i. e. breaks [[into]] [[several]] branches, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] a [[thing]] [[round]] or on [[another]], to [[wreck]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc. | ||
}} | }} |