Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράγναθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "d’" to "d'"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[γνάθος]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d'araignée venimeuse.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[γνάθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράγναθος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γνάθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τετράγναθος]]<br />[[γένος]] αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, [[ιδίως]] [[κοντά]] σε ρυάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]] «[[σαγόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>γναθος</i>). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tetragnatha</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράγναθος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γνάθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τετράγναθος]]<br />[[γένος]] αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, [[ιδίως]] [[κοντά]] σε ρυάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]] «[[σαγόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>γναθος</i>). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tetragnatha</i>].
}}
}}