Anonymous

σύμπλοκος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplokos
|Transliteration C=symplokos
|Beta Code=su/mplokos
|Beta Code=su/mplokos
|Definition=ον, [[entwined]], [[interwoven]], [[involved]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>12.339</span>, <span class="title">AP</span>5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).
|Definition=σύμπλοκον, [[entwined]], [[interwoven]], [[involved]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 12.339, ''AP''5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπλοκος:''' [[сплетенный]] (ἡμερίδος στελέχη Anth.): φλογὶ σ. Anth. объятый пламенем.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σύμπλοκος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[συμπλοκίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σύμπλοκα</i><br />α) <b>βιολ.</b> κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική [[διαφοροποίηση]] τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου<br />β) <b>χημ.</b> οι σύμπλοκες ενώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σύμπλοκες ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> χημικές ενώσεις τών οποίων η [[δομή]] χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλεγμένος [[μαζί]], [[περίπλοκος]] («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σύμπλοκος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[συμπλοκίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σύμπλοκα</i><br />α) <b>βιολ.</b> κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική [[διαφοροποίηση]] τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου<br />β) <b>χημ.</b> οι σύμπλοκες ενώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σύμπλοκες ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> χημικές ενώσεις τών οποίων η [[δομή]] χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλεγμένος [[μαζί]], [[περίπλοκος]] («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», <b>Νόνν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπλοκος:''' [[сплетенный]] (ἡμερίδος στελέχη Anth.): φλογὶ σ. Anth. объятый пламенем.
}}
}}