Anonymous

χειρωνακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheironaktikos
|Transliteration C=cheironaktikos
|Beta Code=xeirwnaktiko/s
|Beta Code=xeirwnaktiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[handicrafts]], [[mechanical]], χ. καὶ βάναυσοι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>368b</span>, cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">Protr.</span>14</span>; χ. γένος <span class="bibl">D.Chr.12.69</span>; χ. τέχνη Gal.17(1).521; <b class="b3">χ. ἐργασία</b> Sch.B <span class="bibl">Il.18.468</span>.
|Definition=χειρωνακτική, χειρωνακτικόν, of or for [[handicrafts]], [[mechanical]], χ. καὶ βάναυσοι Pl.''Ax.''368b, cf. Gal.''Protr.''14; χ. γένος D.Chr.12.69; χ. τέχνη Gal.17(1).521; <b class="b3">χ. ἐργασία</b> Sch.B Il.18.468.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ή, όν, zu den Handwerken od. zu dem Handwerker gehörig, ihm geziemend, ὁ χειρ., = Folgdm, καὶ βάναυσοι Plat. Ax. 368 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ή, όν, zu den Handwerken od. zu dem Handwerker gehörig, ihm geziemend, ὁ χειρ., = Folgdm, καὶ βάναυσοι Plat. Ax. 368 b.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρωνακτικός:''' ὁ [[ремесленник]], [[рабочий]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών.
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρωνακτικός:''' ὁ [[ремесленник]], [[рабочий]] Plat.
}}
}}