Anonymous

κίκκασος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kikkasos
|Transliteration C=kikkasos
|Beta Code=ki/kkasos
|Beta Code=ki/kkasos
|Definition=<b class="b3">ὀβολοῦ ὄνομα</b>, Phot.; but <b class="b3">ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα</b>, Hsch.; cf. [[κίγκασος]]. κίκκη· <b class="b3">συνουσία, κτλ</b>., Id. κικκίδαι· <b class="b3">μινδῶνς</b>... Id. κικκιλόνδις· <b class="b3">παιδὸς ἀφόδευμα</b>, Id. κικκός· <b class="b3">ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις</b>, Id.
|Definition=<b class="b3">ὀβολοῦ ὄνομα</b>, Phot.; but <b class="b3">ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[κίγκασος]]. κίκκη· [[συνουσία]], [[κτλ]]., Id. κικκίδαι· [[μινδῶνς]]... Id. κικκιλόνδις· <b class="b3">παιδὸς ἀφόδευμα</b>, Id. κικκός· [[ἀλεκτρυών]], [[κλέπτης]], [[διαχώρησις]], Id.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ὁ, ein Wurf im Würfelspiel, Phot.; bei Hesych. [[κίγκασος]].
}}
{{ls
|lstext='''κίκκασος''': «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου [[ὄνομα]]» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε [[κίγκασος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κίκκασος]] (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀβολοῦ [[ὄνομα]]»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» — ο [[δύσοσμος]] [[ιδρώτας]] από την εσωτερική [[πλευρά]] τών μηρών<br />β) «βόλου [[ὄνομα]]» — [[ονομασία]] ζαριάς, [[τεχνικός]] όρος της κυβευτικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] του Φωτίου, η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με τον τ. <i>κίκκαδος</i>, ενώ, [[κατά]] τη σημ. που δίνει ο <b>Ησύχ.</b> «βόλου όνομα», η λ. [[είναι]] πιθ. συνώνυμη του τ. [[κίγκασος]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">ὀβόλου ὄνομα</b> (Phot.)<br />Other forms: Cf. <b class="b3">κίκκασος ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων</b>, <b class="b3">καὶ βόλου ὄνομα</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: DELG doubts the first gloss; and for the second compares [[κίγκασος]] (for which Fur. 281 refers to <b class="b2">spätgriechische Geminatenauflösung</b>, Schwyzer KZ 61, 230).
}}
}}