Anonymous

κομμωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῑον ταῖς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῖον ταῖς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm