Anonymous

σάρων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  24 August 2022
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">λάγνος τινες δε γυναικεῖον</b> H.<br />Other forms: Cf. <b class="b3">σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">λάγνος τινες δε γυναικεῖον</b> H.<br />Other forms: Cf. <b class="b3">σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}