Anonymous

μένω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  24 August 2022
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μένω]], Α και [[μίμνω]])<br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[σταθερά]] στην [[ίδια]] [[θέση]], [[παραμένω]] σε έναν [[τόπο]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ [[στρατόπεδον]] τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[διατρίβω]], [[κατοικώ]], έχω μόνιμη ή προσωρινή [[κατοικία]] [[κάπου]] (α. «μένει με τα [[παιδιά]] της» β. «έμεινε πολύ καιρό στην Αυστραλία» γ. «τοῦ γυναίου μένοντος πρὸς τοὺς [[γονέας]]», Ιπποκρ.<br />δ. «όπου τέτταρας μυριάδας ἀνθρώπων μένειν ἐργαζομένων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (στη [[μάχη]]) [[παραμένω]] [[σταθερά]] στη [[θέση]] μου, [[υπομένω]] την έφοδο του αντιπάλου [[χωρίς]] να [[υποχωρώ]] στην [[ορμή]] του («[[οὐκέτι]] ἐδύναντο μένειν, [[ἀλλά]] στραφέντες ἔφυγον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξακολουθώ]] να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη [[κατάσταση]] (α. «[[τίποτε]] [[πλέον]] δεν έμεινε, όλα άλλαξαν» β. «έμεινα [[άγρυπνος]] [[μέχρι]] το [[πρωί]]» γ. «ἐν ταυτῷ στρεφόμενα ἀεὶ μένει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πράγματα ή καταστάσεις) [[είμαι]] [[σταθερός]] ή [[πιστός]] σε [[κάτι]] (α. «έμειναν στα πατροπαράδοτα» β. «παῑδας μένοντας ἐμπέδους φρονήμασι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ισχύω]], έχω [[κύρος]], διατηρούμαι, διασώζομαι<br /><b>7.</b> [[διαρκώ]], [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] (α. «όλα αυτά τα γεγονότα θα μείνουν στην [[ιστορία]]» β. «ὁ [[πόλεμος]] πλεῑον μείνας ἐτῶν [[πέντε]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[υπομένω]] [[κάτι]], [[αντιστέκομαι]] σε [[κάτι]] («ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[στέκομαι]] [[κάπου]] περισσότερο από το κανονικό, [[βραδύνω]], [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] (α. «δεν [[μπορώ]] να μείνω [[άλλο]], [[γιατί]] μέ περιμένουν στο [[σπίτι]]» β. «τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν [[ἄνωχθι]] μεῖναι ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>10.</b> (ως απρόσ.) <i>μένει</i><br />υπολείπεται, απομένει (α. «δεν μάς μένει [[τίποτε]] [[άλλο]] [[παρά]] να χρεωκοπήσουμε» β. «τοῖς πᾱσι ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο γ' πρόσ.) διακόπτεται, σταματά η [[συνέχεια]] μιας προσπάθειας ή συζήτησης («να μένει η [[παραγγελία]]»)<br /><b>2.</b> εκπλήσσομαι, [[κοκαλώνω]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], [[σαστίζω]], τά [[χάνω]] («[[μόλις]] το άκουσε, έμεινε»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένω]] [[πίσω]]»<br />i) [[καθυστερώ]]<br />ii) [[υστερώ]] σε [[κάτι]]<br />β) «[[μένω]] στον άσσο» ή «[[μένω]] [[άσσος]]» ή «[[μένω]] [[νέτος]]» ή «[[μένω]] [[σκέτος]]»<br />i) [[μένω]] [[ολομόναχος]]<br />ii) μού τελειώνουν τα χρήματα<br />γ) «[[μένω]] με σταυρωμένα τα χέρια» — [[απρακτώ]], [[αδρανώ]]<br />δ) «[[μένω]] στον [[τόπο]]» ή, [[απλώς]], «[[μένω]]» — [[πεθαίνω]] [[αμέσως]], [[πεθαίνω]] αιφνίδια [[χωρίς]] να χαροπαλέψω<br />ε) «[[μένω]] [[ταπί]]» ή «[[μένω]] [[πανί]] με [[πανί]]» ή «[[μένω]] με το [[πουκάμισο]]» ή «[[μένω]] με μισό [[παπούτσι]]» ή «[[μένω]] άφραγκος» ή «[[μένω]] [[αδέκαρος]]» — μού τελειώνουν τα χρήματα<br />στ) «[[μένω]] στο [[ράφι]]» — [[μένω]] [[ανύπαντρος]]<br />ζ) «[[μένω]] στα [[κρύα]] του λουτρού» — διαψεύδονται οι ελπίδες μου ή δεν εκπληρώνονται οι επιθυμίες μου<br />η) «[[μένω]] [[θεατής]]»<br />i) αποσύρομαι από την ενεργό [[δράση]]<br />ii) [[παραμένω]] [[απαθής]]<br />θ) (για [[πλοίο]]) «[[μένω]] [[αρόδο]]» ή «[[μένω]] αρόδου» — [[αγκυροβολώ]] έξω από το [[λιμάνι]]<br />ι) «[[μένω]] στους [[πέντε]] δρόμους» — εγκαταλείπομαι, αφήνομαι [[απροστάτευτος]] και [[αβοήθητος]]<br />ια) «[[μένω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό» ή «[[μένω]] [[σύξυλος]]» ή «[[μένω]] [[κόκαλο]]» ή «[[μένω]] [[ξερός]]» ή «[[μένω]] [[σέκος]]» — [[είμαι]] [[εμβρόντητος]], δεν [[μπορώ]] να αρθρώσω [[λέξη]], [[ακινητώ]] από [[έκπληξη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]] (α. «[[μένω]] [[έκπληκτος]]» β. «[[μένω]] [[ευχαριστημένος]]»)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[αγκυροβολώ]], [[αράζω]]<br /><b>3.</b> (για στρατό) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] ως [[υπόλοιπο]] («από τον [[μισθό]] του δεν του μένει [[τίποτα]]»)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] στην [[κυριότητα]] κάποιου, κληροδοτούμαι («όταν πεθάνει, όλα θα μείνουν στα ανίψια του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>2.</b> [[διστάζω]], συγκρατούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένω]] σ' ἀπορίαν» — [[θαυμάζω]]<br />β) «[[μένω]] στὸν θάνατο» — [[πεθαίνω]]<br />γ) «ὀλί(γ)ον ἔμεινεν» — λίγο έλειψε<br />δ) «[[μένω]] [[ἐπάνω]]» — [[είμαι]] [[υπεύθυνος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδρανώ]] («ἀλλ' οὐδ' ὅ μείνας νῦν ἐν Ἑλλάδος τόποις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] (α. «εἰς ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὸ μόρσιμον γὰρ τον τ' ἐλεύθερον μένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μένοντες</i><br />(ενν. <i>ἀστέρες</i>) οι απλανείς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μένειν ἀπὸ πτολέμοιο» — [[αποφεύγω]] τον πόλεμο, [[μένω]] [[μακριά]] από τον πόλεμο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ μένων [[κύκλος]]» — ο [[σταθερός]] [[κύκλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μένω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>men</i>- «[[μένω]], [[παραμένω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ma</i>-<i>mand</i><sup>h</sup><i>i</i> «[[περιμένω]], [[στέκομαι]] [[ακίνητος]]», αρχ. περσ. <i>man</i>- «[[μένω]], [[παραμένω]]», λατ. <i>mansio</i>, <i>man</i><i>ē</i><i>re</i> (με μακρό -<i>e</i>-, [[πρβλ]]. <i>με</i>-<i>μέν</i>-<i>η</i>-<i>κα</i>), αρμ. <i>mnan</i> «[[μένω]]», γαλλ. <i>maison</i> «[[οικία]], [[οίκος]]», <i>menage</i> «[[νοικοκυριό]], σπιτικό» κ.ά. Ο ενεστ. <i>μί</i>-<i>μν</i>-<i>ω</i>, με ενεστωτικό διπλασιασμό, ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ τα παράγωγα [[μονή]], <i>μόν</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i> και τα [[σύνθετα]] σε -<i>μονος</i> στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]. Το ρ. [[μένω]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>μένε</i>- όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. <i>αρχε</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), π.χ. <i>μενε</i>-[[χάρμης]], [[μενεπτόλεμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονή]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μενετός]]<br /><b>μσν.</b>[[μένημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεναίχμης]], [[μένανδρος]], [[μενεγχής]], <i>μενδήιος</i>, [[μενέδουπος]], [[μενεκράτης]], [[μενέκτυπος]], [[μενεμάχος]], [[μενεπτόλεμος]], [[μενεφύλοπις]], [[μενεχάρμης]], [[μενέχαρμος]]. (Β' συνθετικό) [[αναμένω]], [[απομένω]], [[διαμένω]], [[εμμένω]], [[εναπομένω]], [[ενδιαμένω]], [[επιμένω]], [[παραμένω]], [[περιμένω]], [[προσμένω]], [[υπομένω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διεμμένω]], <i>εγκαταμένω</i>, <i>ενεπιμένω</i>, [[επαναμένω]], [[επιδιαμένω]], [[επικαταμένω]], <i>επιπαραμένω</i>, [[καταμένω]], [[παραπομένω]], [[παρεπιμένω]], [[προσαναμένω]], [[προσκαταμένω]], [[προσπαραμένω]], [[προσυπομένω]], [[συμμένω]], [[συμπαραμένω]], [[συνδιαμένω]], <i>υποκαταμένω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξεμένω]], <i>πισωμένω</i>].
|mltxt=(ΑM [[μένω]], Α και [[μίμνω]])<br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[σταθερά]] στην [[ίδια]] [[θέση]], [[παραμένω]] σε έναν [[τόπο]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ [[στρατόπεδον]] τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[διατρίβω]], [[κατοικώ]], έχω μόνιμη ή προσωρινή [[κατοικία]] [[κάπου]] (α. «μένει με τα [[παιδιά]] της» β. «έμεινε πολύ καιρό στην Αυστραλία» γ. «τοῦ γυναίου μένοντος πρὸς τοὺς [[γονέας]]», Ιπποκρ.<br />δ. «όπου τέτταρας μυριάδας ἀνθρώπων μένειν ἐργαζομένων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (στη [[μάχη]]) [[παραμένω]] [[σταθερά]] στη [[θέση]] μου, [[υπομένω]] την έφοδο του αντιπάλου [[χωρίς]] να [[υποχωρώ]] στην [[ορμή]] του («[[οὐκέτι]] ἐδύναντο μένειν, [[ἀλλά]] στραφέντες ἔφυγον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξακολουθώ]] να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη [[κατάσταση]] (α. «[[τίποτε]] [[πλέον]] δεν έμεινε, όλα άλλαξαν» β. «έμεινα [[άγρυπνος]] [[μέχρι]] το [[πρωί]]» γ. «ἐν ταυτῷ στρεφόμενα ἀεὶ μένει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πράγματα ή καταστάσεις) [[είμαι]] [[σταθερός]] ή [[πιστός]] σε [[κάτι]] (α. «έμειναν στα πατροπαράδοτα» β. «παῑδας μένοντας ἐμπέδους φρονήμασι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ισχύω]], έχω [[κύρος]], διατηρούμαι, διασώζομαι<br /><b>7.</b> [[διαρκώ]], [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] (α. «όλα αυτά τα γεγονότα θα μείνουν στην [[ιστορία]]» β. «ὁ [[πόλεμος]] πλεῖον μείνας ἐτῶν [[πέντε]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[υπομένω]] [[κάτι]], [[αντιστέκομαι]] σε [[κάτι]] («ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[στέκομαι]] [[κάπου]] περισσότερο από το κανονικό, [[βραδύνω]], [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] (α. «δεν [[μπορώ]] να μείνω [[άλλο]], [[γιατί]] μέ περιμένουν στο [[σπίτι]]» β. «τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν [[ἄνωχθι]] μεῖναι ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>10.</b> (ως απρόσ.) <i>μένει</i><br />υπολείπεται, απομένει (α. «δεν μάς μένει [[τίποτε]] [[άλλο]] [[παρά]] να χρεωκοπήσουμε» β. «τοῖς πᾱσι ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο γ' πρόσ.) διακόπτεται, σταματά η [[συνέχεια]] μιας προσπάθειας ή συζήτησης («να μένει η [[παραγγελία]]»)<br /><b>2.</b> εκπλήσσομαι, [[κοκαλώνω]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], [[σαστίζω]], τά [[χάνω]] («[[μόλις]] το άκουσε, έμεινε»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένω]] [[πίσω]]»<br />i) [[καθυστερώ]]<br />ii) [[υστερώ]] σε [[κάτι]]<br />β) «[[μένω]] στον άσσο» ή «[[μένω]] [[άσσος]]» ή «[[μένω]] [[νέτος]]» ή «[[μένω]] [[σκέτος]]»<br />i) [[μένω]] [[ολομόναχος]]<br />ii) μού τελειώνουν τα χρήματα<br />γ) «[[μένω]] με σταυρωμένα τα χέρια» — [[απρακτώ]], [[αδρανώ]]<br />δ) «[[μένω]] στον [[τόπο]]» ή, [[απλώς]], «[[μένω]]» — [[πεθαίνω]] [[αμέσως]], [[πεθαίνω]] αιφνίδια [[χωρίς]] να χαροπαλέψω<br />ε) «[[μένω]] [[ταπί]]» ή «[[μένω]] [[πανί]] με [[πανί]]» ή «[[μένω]] με το [[πουκάμισο]]» ή «[[μένω]] με μισό [[παπούτσι]]» ή «[[μένω]] άφραγκος» ή «[[μένω]] [[αδέκαρος]]» — μού τελειώνουν τα χρήματα<br />στ) «[[μένω]] στο [[ράφι]]» — [[μένω]] [[ανύπαντρος]]<br />ζ) «[[μένω]] στα [[κρύα]] του λουτρού» — διαψεύδονται οι ελπίδες μου ή δεν εκπληρώνονται οι επιθυμίες μου<br />η) «[[μένω]] [[θεατής]]»<br />i) αποσύρομαι από την ενεργό [[δράση]]<br />ii) [[παραμένω]] [[απαθής]]<br />θ) (για [[πλοίο]]) «[[μένω]] [[αρόδο]]» ή «[[μένω]] αρόδου» — [[αγκυροβολώ]] έξω από το [[λιμάνι]]<br />ι) «[[μένω]] στους [[πέντε]] δρόμους» — εγκαταλείπομαι, αφήνομαι [[απροστάτευτος]] και [[αβοήθητος]]<br />ια) «[[μένω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό» ή «[[μένω]] [[σύξυλος]]» ή «[[μένω]] [[κόκαλο]]» ή «[[μένω]] [[ξερός]]» ή «[[μένω]] [[σέκος]]» — [[είμαι]] [[εμβρόντητος]], δεν [[μπορώ]] να αρθρώσω [[λέξη]], [[ακινητώ]] από [[έκπληξη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]] (α. «[[μένω]] [[έκπληκτος]]» β. «[[μένω]] [[ευχαριστημένος]]»)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[αγκυροβολώ]], [[αράζω]]<br /><b>3.</b> (για στρατό) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] ως [[υπόλοιπο]] («από τον [[μισθό]] του δεν του μένει [[τίποτα]]»)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] στην [[κυριότητα]] κάποιου, κληροδοτούμαι («όταν πεθάνει, όλα θα μείνουν στα ανίψια του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>2.</b> [[διστάζω]], συγκρατούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένω]] σ' ἀπορίαν» — [[θαυμάζω]]<br />β) «[[μένω]] στὸν θάνατο» — [[πεθαίνω]]<br />γ) «ὀλί(γ)ον ἔμεινεν» — λίγο έλειψε<br />δ) «[[μένω]] [[ἐπάνω]]» — [[είμαι]] [[υπεύθυνος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδρανώ]] («ἀλλ' οὐδ' ὅ μείνας νῦν ἐν Ἑλλάδος τόποις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] (α. «εἰς ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὸ μόρσιμον γὰρ τον τ' ἐλεύθερον μένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μένοντες</i><br />(ενν. <i>ἀστέρες</i>) οι απλανείς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μένειν ἀπὸ πτολέμοιο» — [[αποφεύγω]] τον πόλεμο, [[μένω]] [[μακριά]] από τον πόλεμο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ μένων [[κύκλος]]» — ο [[σταθερός]] [[κύκλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μένω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>men</i>- «[[μένω]], [[παραμένω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ma</i>-<i>mand</i><sup>h</sup><i>i</i> «[[περιμένω]], [[στέκομαι]] [[ακίνητος]]», αρχ. περσ. <i>man</i>- «[[μένω]], [[παραμένω]]», λατ. <i>mansio</i>, <i>man</i><i>ē</i><i>re</i> (με μακρό -<i>e</i>-, [[πρβλ]]. <i>με</i>-<i>μέν</i>-<i>η</i>-<i>κα</i>), αρμ. <i>mnan</i> «[[μένω]]», γαλλ. <i>maison</i> «[[οικία]], [[οίκος]]», <i>menage</i> «[[νοικοκυριό]], σπιτικό» κ.ά. Ο ενεστ. <i>μί</i>-<i>μν</i>-<i>ω</i>, με ενεστωτικό διπλασιασμό, ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ τα παράγωγα [[μονή]], <i>μόν</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i> και τα [[σύνθετα]] σε -<i>μονος</i> στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]. Το ρ. [[μένω]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>μένε</i>- όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. <i>αρχε</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), π.χ. <i>μενε</i>-[[χάρμης]], [[μενεπτόλεμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονή]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μενετός]]<br /><b>μσν.</b>[[μένημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεναίχμης]], [[μένανδρος]], [[μενεγχής]], <i>μενδήιος</i>, [[μενέδουπος]], [[μενεκράτης]], [[μενέκτυπος]], [[μενεμάχος]], [[μενεπτόλεμος]], [[μενεφύλοπις]], [[μενεχάρμης]], [[μενέχαρμος]]. (Β' συνθετικό) [[αναμένω]], [[απομένω]], [[διαμένω]], [[εμμένω]], [[εναπομένω]], [[ενδιαμένω]], [[επιμένω]], [[παραμένω]], [[περιμένω]], [[προσμένω]], [[υπομένω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διεμμένω]], <i>εγκαταμένω</i>, <i>ενεπιμένω</i>, [[επαναμένω]], [[επιδιαμένω]], [[επικαταμένω]], <i>επιπαραμένω</i>, [[καταμένω]], [[παραπομένω]], [[παρεπιμένω]], [[προσαναμένω]], [[προσκαταμένω]], [[προσπαραμένω]], [[προσυπομένω]], [[συμμένω]], [[συμπαραμένω]], [[συνδιαμένω]], <i>υποκαταμένω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξεμένω]], <i>πισωμένω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm