Anonymous

ὀχεῖον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, [[επιβήτορας]], βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[οχεία]].<br /><b>(II)</b><br />ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[άγκυρα]]<br /><b>2.</b> [[ὄχος]], [[ὄχημα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, [[επιβήτορας]], βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[οχεία]].<br /><b>(II)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[άγκυρα]]<br /><b>2.</b> [[ὄχος]], [[ὄχημα]].
}}
}}
{{elru
{{elru