Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσίημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἵημι]]<br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως [[λογικό]] ή αληθινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]], να πλησιάσει [[κάπου]] («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]]<br /><b>3.</b> (συν. το μέσ.) <i>προσίεμαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]], [[πιστεύω]], [[νομίζω]] («προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[δέχομαι]] κάποιον στον κύκλο μου, τον [[αφήνω]] να έλθει [[κοντά]] μου, [[προσδέχομαι]] («[[ἐμοί]]... δοκεῑ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον [[μήτε]] προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδέχομαι]] («ἦτταν προσίεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] («[[προσίημι]] [[φάρμακον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτρέπω]], [[επιδοκιμάζω]] («[[οὐδαμῇ]] προσίοιντο οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[τιμή]], την [[αξία]] νομίσματος («αἰτιασαμένων... τοὺς τραπεζείτας ὡς ταύτας ἀποκλείσαντος τῷ μὴ προσίεσθαι τὸ θεῑον τῶν Σεβαστῶν [[νόμισμα]]», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[αναλαμβάνω]] να πράξω, [[τολμώ]], [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>9.</b> [[προσελκύω]] [[κοντά]] μου, [[ευαρεστώ]] (α. «οὐδὲν προσίετό μιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἕν δ' οὐ προσίεταί με», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως κανονικό και ορθόδοξο, ως [[απόρροια]] τών ιερών κανόνων.
|mltxt=ΜΑ [[ἵημι]]<br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως [[λογικό]] ή αληθινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]], να πλησιάσει [[κάπου]] («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]]<br /><b>3.</b> (συν. το μέσ.) <i>προσίεμαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]], [[πιστεύω]], [[νομίζω]] («προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[δέχομαι]] κάποιον στον κύκλο μου, τον [[αφήνω]] να έλθει [[κοντά]] μου, [[προσδέχομαι]] («[[ἐμοί]]... δοκεῑ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον [[μήτε]] προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδέχομαι]] («ἦτταν προσίεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] («[[προσίημι]] [[φάρμακον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτρέπω]], [[επιδοκιμάζω]] («[[οὐδαμῇ]] προσίοιντο οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[τιμή]], την [[αξία]] νομίσματος («αἰτιασαμένων... τοὺς τραπεζείτας ὡς ταύτας ἀποκλείσαντος τῷ μὴ προσίεσθαι τὸ θεῖον τῶν Σεβαστῶν [[νόμισμα]]», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[αναλαμβάνω]] να πράξω, [[τολμώ]], [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>9.</b> [[προσελκύω]] [[κοντά]] μου, [[ευαρεστώ]] (α. «οὐδὲν προσίετό μιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἕν δ' οὐ προσίεταί με», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως κανονικό και ορθόδοξο, ως [[απόρροια]] τών ιερών κανόνων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm