3,274,216
edits
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(35 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrma | |Transliteration C=syrma | ||
|Beta Code=su/rma | |Beta Code=su/rma | ||
|Definition=ατος, τό, (σύρω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[σύρω]])<br><span class="bld">A</span> [[anything trailed]] or [[dragged]]:<br><span class="bld">I</span> [[a theatric robe with a long train]], Arr.''Epict.''1.29.41, Poll.7.67, ''An.Par.''1.19; <b class="b3">σ. ἱματίου</b> [[train]], Ptol.''Tetr.''24; without [[ἱματίου]], Heph.Astr.1.1; Lat. [[syrma]], Juv.8.229, Mart.4.49.8, al.; cf. [[σύρω]] 1, συρτός 11: [[periphrasis]], <b class="b3">σύρμα πλοκάμων</b> [[long flowing]] hair, ''AP''5.12 (Phld.); <b class="b3">σ. τερηδόνος</b> a [[long]] woodworm, ib.12.190 (Strat.).<br><span class="bld">2</span> [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], ὄνους σύρματ' ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσόν Heraclit.9; cf. [[συρφετός]].<br><span class="bld">3</span> Medic., perhaps [[abrasion]], [[scaly skin-disease]], Hp.''Epid.''4.30; ἀπὸ.. συρμάτων ἀποθνῄσκοντες Ptol.''Tetr.''201 (but κλασμάτων Procl. ad loc.); cf. [[ἀπόσυρμα]] 1.1.<br><span class="bld">II</span> [[dragging]], [[trailing motion]], μόσχων Mesom.''Sol.''23; [[trail]] left by a serpent, D.Chr.5.19, Ael.''NA''9.61:—<b class="b3">σ. Ἀντιγόνης</b> a place at Thebes, where Antigone was said [[to have dragged]] the body of Polynices to his brother's pyre, Paus.9.25.2.<br><span class="bld">2</span> Music, [[drawing out]] or [[prolonging the tones]], Ptol.''Harm.''2.12.<br><span class="bld">3</span> [[syrma]], = [[dictio longa]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, 1) Alles, was gezogen, nachgezogen, nachgeschleppt wird; dah. bes. ein weibliches Theaterkleid mit langer Schleppe, Schleppkleid; auch umschreibend [[σύρμα]] πλοκάμων, lang nachschleppendes, nachwallendes Haar, Philodem. 18 (V, 13); τερηδόνος καὶ θριπός, der sich hinschleppende, kriechende Holzwurm, Strat. 32 (XII, 190). – 2) das Zusammengeschleppte, -gekehrte, Kehricht, Unrath, Gemüll, auch Spreu, ὄνον σύρματα ἂν ἑλέσθαι [[μᾶλλον]] ἢ [[χρυσίον]], Heraclit. bei Arist. eth. Nicom. 10, 5. – 3) in der Tonkunst das Ziehen od. Schleifen der Töne, Ptolem. Harmon. 2, 12. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[ondulation d'un reptile]];<br /><b>2</b> [[litière]], [[paille]], [[fumier]].<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύρμα -ατος, τό [σύρω] alleen plur. vuilnis, afval. Heraclit. B 9. geneesk. het schilferen van de huid. Hp. Epid. 4.30. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύρμα:''' ατος τό [[σύρω]]<br /><b class="num">1</b> поздн. [[платье с длинным шлейфом]] Juv., Mart., Sen.: σ. πλοκάμων Anth. волна длинных волос; σ. τερηδόνος Anth. длинный древесный червь;<br /><b class="num">2</b> [[куча мусора]], [[груда соломы]], [[подстилка]] Heracl. ap. Arst. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σύρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταλλικός]] [[αγωγός]] ηλεκτρικής ενέργειας<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] από το οποίο περνούν [[συνήθως]] τα θηράματα<br /><b>3.</b> (ως συνθηματική [[λέξη]] που χρησιμοποιείται για [[προειδοποίηση]]) [[προσοχή]], φυλάξου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πολύστρεπτο [[σύρμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύρμα]] από πολλούς λεπτούς μεμονωμένους εξωτερικά με [[βερνίκι]] αγωγούς που [[είναι]] συνεστραμμένοι σε ελικοειδή [[πλέξη]], το οποίο χρησιμοποιείται στις υψηλές συχνότητες για περιορισμό τών απωλειών λόγω επιδερμικού φαινομένου ή ρευμάτων Φουκώ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />μεταλλικό [[νήμα]] κυκλικής [[συνήθως]] διατομής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που σύρεται [[καταγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που σαρώθηκε, όπως π.χ. [[άχυρο]], [[σκουπίδι]] κ.ά. («ὄνους σύρματ' ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσόν», Ηράκλ.)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] δερματοπάθειας [[κατά]] την οποία συμβαίνει [[απώλεια]] της επιφάνειας του δέρματος<br /><b>4.</b> η [[κίνηση]] που γίνεται με το [[σύρσιμο]]<br /><b>5.</b> ίχνη διάβασης («τοῖς σύρμασι τῶν ὄφεων», Δίων Χρυσ.)<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> η [[παράταση]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]] τών τόνων ή φθόγγων («καταπλοκῆς, σύρματος καὶ [[ὅλως]] τῆς διὰ τῶν ὑπερβατῶν φθόγγων συμπλοκῆς», Πτολ.)<br /><b>7.</b> μακρά [[φράση]]<br /><b>8.</b> (σε περιφράσεις για χαρακτηρισμό [[μακρών]] πραγμάτων) α) «[[σύρμα]]... πλοκάμων» — [[μακριά]] και κυματιστά μαλλιά<br />β) «[[σύρμα]] τερηδόνος» — το [[σκουλήκι]] που έρπει στο [[ξύλο]]<br />γ) «[[σύρμα]] Ἀντιγόνης» — [[τόπος]] στη Θήβα όπου λεγόταν ότι η Αντιγόνη είχε σύρει το [[σώμα]] του Πολυνείκους [[προς]] τη νεκρική [[πυρά]] του αδελφού του Ετεοκλέους. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύρμα:''' -ατος, τό ([[σύρω]]), οτιδήποτε σύρεται [[καταγής]]·<br /><b class="num">1.</b> θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]], [[syrma]] στον Ιουβεν.· περιφρ., [[σύρμα]] τερηδόνος, μακρύ σε [[μήκος]] [[σκουλήκι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωρός]] από άχυρα ή χόρτα που χρησιμεύει ως [[στρώμα]], [[σωρός]] σκουπιδιών, απορρίμματα, Ηρακλείδ. [[παρά]] Αριστ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύρμα''': τό, ([[σύρω]]) πᾶν τὸ συρόμενον κατὰ γῆς: 1) θεατρικὴ ἐσθὴς μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Πολυδ. Ζ΄, 67, Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 1. 19· syrma παρὰ Ἰουβεν. 8. 229, Μαρτιάλ., πρβλ. [[σύρω]] Ι, συρτὸς ΙΙ· ― περίφρ., [[σύρμα]] πλοκάμων, μακρὰ καὶ κυματίζουσα [[κόμη]], Ἀνθ. Π. 5. 13· σ. τερηδόνος, μακρὸς [[σκώληξ]], ἕρπων [[σκώληξ]] τοῦ ξύλου, [[αὐτόθι]] 12. 190. 2) σωρὸς ἀχύρων ἢ χόρτων χρησιμευόντων ὡς [[στρωμνή]], ὄνον σύρματ’ ἂν ἐλέσθαι [[μᾶλλον]] ἢ χρυσὸν Ἡρακλείδ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 5, 8. πρβλ. [[συρφετός]]. 3) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἐξ οὗ τὸ δέρμα ἀπεσπάσθη, Λατ. desquamatum, Ἱππ. 1133 C, πρβλ. [[ἀπόσυρμα]] Ι. ΙΙ. τὸ σύρειν ἢ σύρεσθαι, ἡ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι [[κίνησις]], τὸ ἕρπειν, μόσχων Διον. Ἁλ. Ἀπολλ. 23· ἐπὶ ὄφεων, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, Δίων Χρυσ. 1. 193· ― σ. Ἀντιγόνης, [[τόπος]] ἐν Θήβαις, [[ἔνθα]] ἐλέγετο ὅτι ἡ Ἀντιγόνη εἶχε σύρῃ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Πoλυδεύκους πρὸς τὴν νεκρικὴν πυρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἐτεοκλέους, Παυσ. 9. 25, 2. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, τὸ σύρειν ἢ ἐπιμηκύνειν τοὺς τόνους ἢ φθόγγους, Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σύρμα]], ατος, τό, [[σύρω]]<br />[[anything]] trailed or dragged:<br /><b class="num">1.</b> a theatric [[robe]] with a [[long]] [[train]], [[syrma]] in Juven.:— [[periphrasis]], ς. τερηδόνος a [[long]] woodworm, Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], Heraclit. ap. Arist. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=καθετί πού σέρνεται). Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[σύρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |