Anonymous

πέπλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ὁ (nach Einigen von [[πετάννυμι]], nach Andern von [[πέλλα]], Beides unwahrscheinlich), bei sp. D. auch mit dem heterogenischen Plural τὰ πέπλα, – 1) ursprünglich jedes gewebte Tuch, [[Decke]], ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται, um den Wagen, Il. 5, 194; ein Aschengefäß zu umhüllen, 24, 796; ein Teppich, über Stühle zu breiten, Od. 7, 96; vgl. Jac. Achill. Tat. p. 404 u. Poll. 7, 50. – Bes. ein faltenreiches, großes [[Gewand]] vom feinsten Zeuge, das, über die übrige Bekleidung geworfen, den ganzen Leib umhüllte; bei Hom. nur von Frauen gebraucht; [[ἑανός]], [[ποικίλος]], gestickt, Iliad. 5, 734; πορφύρεοι, μαλακοί, 24, 796; λεπτοί, ἐΰννητοι, Od. 7, 96, vgl. 18, 292 ff.; Pind. P. 9, 124; oft bei den Tragg.; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 30; auch vom Gewande der Männer, Pers. 460. 987. 1017, wo lange persische Gewänder bezeichnet sind; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 13, ein Prunkkleid; [[εὐυφής]], Soph. Trach. 599, u. öfter in diesem Stücke vom Gewande des Herakles; eben so bei Eur. oft, vgl. Cycl. 301; Theocr. 7, 17; Ar. u. in Prosa; ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Plat. Euthyphr. 6 c; Xen. Cyr. 5, 1, 6 bedeckt der weibliche [[πέπλος]] Kopf, Gesicht und Hände. – Besonders berühmt war der prachtvoll gestickte [[πέπλος]] der Athene, der in Athen am Panathenäenfest zur Schau herumgetragen wurde, vgl. Batrach. 182 ff; Virg. Cir. 21, u. Winkelmann's Werke V p. 26. – 2) wegen der Aehnlichkeit hieß so auch das Darmfell, Netz, sonst [[δημός]], Orph. Arg. 310. – 3) eine Pflanze, eine Wolfsmilchart, Diosc., euphorbia peplus, Linn. – Vgl. [[πέπλιον]] u. [[πεπλίς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ὁ (nach Einigen von [[πετάννυμι]], nach Andern von [[πέλλα]], Beides unwahrscheinlich), bei sp. D. auch mit dem heterogenischen Plural τὰ πέπλα, – 1) ursprünglich jedes gewebte Tuch, [[Decke]], ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται, um den Wagen, Il. 5, 194; ein Aschengefäß zu umhüllen, 24, 796; ein Teppich, über Stühle zu breiten, Od. 7, 96; vgl. Jac. Achill. Tat. p. 404 u. Poll. 7, 50. – Bes. ein faltenreiches, großes [[Gewand]] vom feinsten Zeuge, das, über die übrige Bekleidung geworfen, den ganzen Leib umhüllte; bei Hom. nur von Frauen gebraucht; [[ἑανός]], [[ποικίλος]], gestickt, Iliad. 5, 734; πορφύρεοι, μαλακοί, 24, 796; λεπτοί, ἐΰννητοι, Od. 7, 96, vgl. 18, 292 ff.; Pind. P. 9, 124; oft bei den Tragg.; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 30; auch vom Gewande der Männer, Pers. 460. 987. 1017, wo lange persische Gewänder bezeichnet sind; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 13, ein Prunkkleid; [[εὐυφής]], Soph. Trach. 599, u. öfter in diesem Stücke vom Gewande des Herakles; eben so bei Eur. oft, vgl. Cycl. 301; Theocr. 7, 17; Ar. u. in Prosa; ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Plat. ''Euthyphr.'' 6 c; Xen. Cyr. 5, 1, 6 bedeckt der weibliche [[πέπλος]] Kopf, Gesicht und Hände. – Besonders berühmt war der prachtvoll gestickte [[πέπλος]] der Athene, der in Athen am Panathenäenfest zur Schau herumgetragen wurde, vgl. Batrach. 182 ff; Virg. Cir. 21, u. Winkelmann's Werke V p. 26. – 2) wegen der Ähnlichkeit hieß so auch das Darmfell, Netz, sonst [[δημός]], Orph. Arg. 310. – 3) eine Pflanze, eine Wolfsmilchart, Diosc., euphorbia peplus, Linn. – Vgl. [[πέπλιον]] u. [[πεπλίς]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[rideau pour couvrir une voiture]];<br /><b>2</b> [[toile]] <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> [[tapis à étendre sur des sièges]];<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu'on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d'Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> [[vêtement flottant pour les hommes]], [[sorte de vêtement persan]].<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[покров]], [[покрывало]]: ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι [[βεβλήατο]] Hom. здесь были постланы покрывала;<br /><b class="num">2</b> [[платье]], [[одежда]] (преимущ. женская - π. [[ποικίλος]] Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπλος''': ὁ, παρὰ τοῖς μεταγενεστ. ποιηταῖς καὶ μετὰ ἑτερογεν. πληθ. πέπλα, Ἀνθ. Π. 9. 616, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172˙ - πᾶν [[ὕφασμα]] χρησιμεῦον πρὸς ἐπικάλυψιν, [[σινδών]], [[ἐφάπλωμα]], [[παραπέτασμα]], [[καλύπτρα]], [[κάλυμμα]] ἁμάξης, Ἰλ. Ε. 194˙ ἐπικάλυμμα νεκρικῆς ὑδρίας, Ἰλ. Ω. 796˙ ἐπικάλυμμα καθίσματος, Ὀδ. Ζ. 96˙ [[κάλυμμα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου νεκροῦ, Εὐρ. Τρῳ. 623, πρβλ. Ἑκάβ. 432, Ἱππ. 1428. ΙΙ. [[μεγάλη]] ἐσθὴς ἣν ἐφόρουν γυναῖκες, Ὅμ., κλ.˙- ἦτο δὲ πεποιημένος ὁ [[πέπλος]] ἐκ λεπτοῦ ὑφάσματος, [[ἑανός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], Ἰλ. Ε. 734, Ω. 796, Ὀδ. Ζ. 96˙ πεποικιλμένος διὰ πολλῶν κεντημάτων, [[ποικίλος]], Ἰλ. Ε. 734 (πρβλ. [[πεπλογραφία]])˙ ἐφόρουν δὲ αὐτὸν [[ἐπάνω]] τῆς συνήθους ἐνδυμασίας καὶ ἔπιπτε σχηματίζων πολλὰς πτυχὰς περὶ τὸ [[σῶμα]]˙ [[ὅθεν]] ἀντεστοίχει πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν. Ὁ [[πέπλος]] ὃν ὁ Ἀντίνοος προσήνεγκεν εἰς τὴν Πηνελόπην ἐκομβώνετο διὰ [[δώδεκα]] περονῶν καὶ φαίνεται ὅτι προσηρμόζετο στενῶς εἰς τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 292. Ὅτι δὲ ὁ [[πέπλος]] τῆς γυναικὸς ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ καὶ τὸ [[πρόσωπον]] καὶ τοὺς βραχίονας [[εἶναι]] κατάδηλον ἐκ τοῦ Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6˙ ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνῃ τις ὅτι ἦτο [[ἁπλῶς]] [[καλύπτρα]] ἢ «σάλι». 2) περιφημότατος ἦτο ὁ [[πέπλος]] τῆς Ἀθηνᾶς, πεποικιλμένος διὰ μυθολογικῶν παραστάσεων ὃν ὡς [[ἱστίον]] μακρᾶς νεὼς ἐκόμιζον ἐν [[δημοσίᾳ]] πομπῇ κατὰ τὰ Παναθήναια, τὸν πέπλον.. ἕλκουσ’, ὀνεύοντες.. εἰς [[ἄκρον]] ὥστερ [[ἱστίον]] τὸν ἱστὸν Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 1˙ ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Πλάτ. Εὐθύφρων 6C· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 465-473, Ἀριστοφ. Ἱππ. 566˙ φαίνεται δὲ ἐπὶ πολλῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων τῆς θεᾶς˙ πρβλ. Virg. Ciris 21 κἑξ., Meurs. Panath. 17, Winckelmann’ s Werke 5, σελ. 26, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.: ὡς [[ὄνομα]] μυθολογικῶν συγγραμμάτων, Πορφ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. Β. 557, Κλήμ. Ἀλ. 736. 3) [[ὕστερον]] [[ἐνίοτε]] ἐπὶ ἀνδρικοῦ ἐνδύματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ μακροῦ Περσικοῦ ἐνδύματος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, 1030, 1060, πρβλ. Popp. εἰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13˙ ἀνδρὸς [[ἱμάτιον]], Σοφ. Τρ. 602, 674, 758 (τὸ αὐτὸ καλεῖται [[χιτών]], 769), Εὐρ. Κύκλ. 301, Θεόκρ. 7. 17. ΙΙΙ. τὸ περιτόναιον, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 310. IV. = [[πεπλίς]], Ἱππ. 265. 31, Διοσκ. 4. 168. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέπλον ἢ [[πέπλος]]· [[ἱμάτιον]] ἢ [[ἔνδυμα]] [[γυναικεῖον]]».
|lstext='''πέπλος''': ὁ, παρὰ τοῖς μεταγενεστ. ποιηταῖς καὶ μετὰ ἑτερογεν. πληθ. πέπλα, Ἀνθ. Π. 9. 616, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172˙ - πᾶν [[ὕφασμα]] χρησιμεῦον πρὸς ἐπικάλυψιν, [[σινδών]], [[ἐφάπλωμα]], [[παραπέτασμα]], [[καλύπτρα]], [[κάλυμμα]] ἁμάξης, Ἰλ. Ε. 194˙ ἐπικάλυμμα νεκρικῆς ὑδρίας, Ἰλ. Ω. 796˙ ἐπικάλυμμα καθίσματος, Ὀδ. Ζ. 96˙ [[κάλυμμα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου νεκροῦ, Εὐρ. Τρῳ. 623, πρβλ. Ἑκάβ. 432, Ἱππ. 1428. ΙΙ. [[μεγάλη]] ἐσθὴς ἣν ἐφόρουν γυναῖκες, Ὅμ., κλ.˙- ἦτο δὲ πεποιημένος ὁ [[πέπλος]] ἐκ λεπτοῦ ὑφάσματος, [[ἑανός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], Ἰλ. Ε. 734, Ω. 796, Ὀδ. Ζ. 96˙ πεποικιλμένος διὰ πολλῶν κεντημάτων, [[ποικίλος]], Ἰλ. Ε. 734 (πρβλ. [[πεπλογραφία]])˙ ἐφόρουν δὲ αὐτὸν [[ἐπάνω]] τῆς συνήθους ἐνδυμασίας καὶ ἔπιπτε σχηματίζων πολλὰς πτυχὰς περὶ τὸ [[σῶμα]]˙ [[ὅθεν]] ἀντεστοίχει πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν. Ὁ [[πέπλος]] ὃν ὁ Ἀντίνοος προσήνεγκεν εἰς τὴν Πηνελόπην ἐκομβώνετο διὰ [[δώδεκα]] περονῶν καὶ φαίνεται ὅτι προσηρμόζετο στενῶς εἰς τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 292. Ὅτι δὲ ὁ [[πέπλος]] τῆς γυναικὸς ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ καὶ τὸ [[πρόσωπον]] καὶ τοὺς βραχίονας [[εἶναι]] κατάδηλον ἐκ τοῦ Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6˙ ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνῃ τις ὅτι ἦτο [[ἁπλῶς]] [[καλύπτρα]] ἢ «σάλι». 2) περιφημότατος ἦτο ὁ [[πέπλος]] τῆς Ἀθηνᾶς, πεποικιλμένος διὰ μυθολογικῶν παραστάσεων ὃν ὡς [[ἱστίον]] μακρᾶς νεὼς ἐκόμιζον ἐν [[δημοσίᾳ]] πομπῇ κατὰ τὰ Παναθήναια, τὸν πέπλον.. ἕλκουσ’, ὀνεύοντες.. εἰς [[ἄκρον]] ὥστερ [[ἱστίον]] τὸν ἱστὸν Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 1˙ ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Πλάτ. Εὐθύφρων 6C· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 465-473, Ἀριστοφ. Ἱππ. 566˙ φαίνεται δὲ ἐπὶ πολλῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων τῆς θεᾶς˙ πρβλ. Virg. Ciris 21 κἑξ., Meurs. Panath. 17, Winckelmann’ s Werke 5, σελ. 26, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.: ὡς [[ὄνομα]] μυθολογικῶν συγγραμμάτων, Πορφ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. Β. 557, Κλήμ. Ἀλ. 736. 3) [[ὕστερον]] [[ἐνίοτε]] ἐπὶ ἀνδρικοῦ ἐνδύματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ μακροῦ Περσικοῦ ἐνδύματος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, 1030, 1060, πρβλ. Popp. εἰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13˙ ἀνδρὸς [[ἱμάτιον]], Σοφ. Τρ. 602, 674, 758 (τὸ αὐτὸ καλεῖται [[χιτών]], 769), Εὐρ. Κύκλ. 301, Θεόκρ. 7. 17. ΙΙΙ. τὸ περιτόναιον, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 310. IV. = [[πεπλίς]], Ἱππ. 265. 31, Διοσκ. 4. 168. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέπλον ἢ [[πέπλος]]· [[ἱμάτιον]] ἢ [[ἔνδυμα]] [[γυναικεῖον]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> rideau pour couvrir une voiture;<br /><b>2</b> toile <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> tapis à étendre sur des sièges;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu’on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d'Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> vêtement flottant pour les hommes, sorte de vêtement persan.<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 29: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κύ</i>-<i>κλος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- ([[πρβλ]]. [[κύκλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[покров]], [[покрывало]]: ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι [[βεβλήατο]] Hom. здесь были постланы покрывала;<br /><b class="num">2)</b> [[платье]], [[одежда]] (преимущ. женская - π. [[ποικίλος]] Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 51: Line 51:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dress]], [[winding sheet]]
|woodrun=[[dress]], [[winding sheet]]
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[peplo]] de Isis Ἶσι, ἁγνὴ Κούρα, σημεῖόν μοι τῶν ἀποτελεσμάτων δός, ἀνακάλυψον τὸν ἱερὸν πέπλον <b class="b3">Isis, sagrada doncella, dame una señal del asunto realizado, descubre tu sagrado peplo</b> P LVII 17
}}
}}