Anonymous

πλοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to ""
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πλοῦτος</b> (-ος, -ου, -ῳ, -ον.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wealth]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) αἰὼν δ' πλοῦτόν τε καὶ [[χάριν]] [[ἄγων]] (O. 2.10) ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει [[τῶν]] τε καὶ [[τῶν]] καιρόν (O. 2.53) [[πλοῦτος]] ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.88) Δίκα καὶ [[ὁμότροφος]] Εἰρήνα, τάμἰ [[ἀνδράσι]] πλούτου (O. 13.7) πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110) “πλοῦτον πιαίνων” (P. 4.150) ὁ [[πλοῦτος]] [[εὐρυσθενής]] (P. 5.1) νόῳ δὲ πλοῦτον [[ἄγει]] (P. 6.47) πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν (P. 8.92) ἕποιτο [[μοῖρα]] καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν [[σφίσιν]] (P. 10.18) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31) Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ (N. 8.18) δένδρεά τ' [[οὐκ]] ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις [[ἄνθος]] εὐῶδες φέρειν πλούτῳ [[ἴσον]] (N. 11.41) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον (I. 1.67) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.2) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (v. [[διαστείχω]]) (I. 3.17) “πλούτου πειρῶν (Pae. 4.46) ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου [[νέφος]] fr. 119. 4. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
|sltr=<b>πλοῦτος</b> (-ος, -ου, -ῳ, -ον.) [[wealth]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) αἰὼν δ' πλοῦτόν τε καὶ [[χάριν]] [[ἄγων]] (O. 2.10) ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει [[τῶν]] τε καὶ [[τῶν]] καιρόν (O. 2.53) [[πλοῦτος]] ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.88) Δίκα καὶ [[ὁμότροφος]] Εἰρήνα, τάμἰ [[ἀνδράσι]] πλούτου (O. 13.7) πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110) “πλοῦτον πιαίνων” (P. 4.150) ὁ [[πλοῦτος]] [[εὐρυσθενής]] (P. 5.1) νόῳ δὲ πλοῦτον [[ἄγει]] (P. 6.47) πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν (P. 8.92) ἕποιτο [[μοῖρα]] καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν [[σφίσιν]] (P. 10.18) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31) Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ (N. 8.18) δένδρεά τ' [[οὐκ]] ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις [[ἄνθος]] εὐῶδες φέρειν πλούτῳ [[ἴσον]] (N. 11.41) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον (I. 1.67) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.2) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (v. [[διαστείχω]]) (I. 3.17) “πλούτου πειρῶν (Pae. 4.46) ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου [[νέφος]] fr. 119. 4. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR