3,277,055
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thelymna | |Transliteration C=thelymna | ||
|Beta Code=qe/lumna | |Beta Code=qe/lumna | ||
|Definition=ων, τά,= [[θέμεθλα]], [[ | |Definition=ων, τά,= [[θέμεθλα]], [[foundation]]s or [[element]]s of things, <b class="b3">θέλυμνα τε καὶ στερεωπά</b> cj. for [[θελημνά]], [[θελημά]], <span class="bibl">Emp.21.6</span>. (Cf. [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]].) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θέλυμνα:''' τά (лат. semina rerum Lucr.) основания, первоначала Emped. | |elrutext='''θέλυμνα:''' τά (лат. semina rerum Lucr.) [[основания]], [[первоначала]] Emped. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό ([[τίθημι]], vgl. [[θέμεθλα]]), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. [[θέλυμνα]] οἱ θεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch θέλιμνα geschrieben. Vgl. [[προθέλυμνος]] u. [[τετραθέλυμνος]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θέλυμνον]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τά [[θέλυμνα]]<br />τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία του κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β' συνθετικό, ενώ ο τ. [[θέλυμνα]] στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως [[διόρθωση]] [[αντί]] του υπάρχοντος θέλημ(ν)α. Υπάρχει κατ' αρχήν [[πρόβλημα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] του. Τα περιβάλλοντα στα οποία απαντά οδηγούν σε διάφορες ερμηνείες. Ως β' συνθετικό του επιθ. τετρα-θέλυμνος το οποίο προσδιορίζει το ουσ. [[σάκος]] (το) «[[ασπίδα]]» (Ιλ.Ο 479, Οδ.φ 122) έχει τη [[σημασία]] «[[στρώμα]], [[επιφάνεια]]» («[[ασπίδα]] καλυμμένη με [[τέσσερα]] στρώματα βοείου δέρματος ή χαλκού»). Η διορθωμένη [[φράση]] του Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά μπορεί [[επίσης]] να ερμηνευθεί ως «επιφάνειες και [[στερεά]] σώματα». Για το [[επίθετο]] προ-θέλυμνος έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μια [[άποψη]] το α' συνθετικό προ- θεωρείται ως αιολ. τ. του τρα- (= τε-τρα) <span style="color: red;"><</span> πτFρα- ([[πρβλ]]. τρά-πεζα «με [[τέσσερα]] πόδια»). Η [[ερμηνεία]] αυτή αναφέρεται στη [[φράση]] του Ομήρου φράξαντες [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ (Ιλ. Ν 130) και εξισώνει το [[προθέλυμνος]] με το [[τετραθέλυμνος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το επίθ. ερμηνεύεται ως «με προτεταμένη [[επιφάνεια]]» («σχημάτισαν φραγμό ενώνοντας [[ασπίδα]] με κυρτή [[ασπίδα]]») οι δε αρχαίοι λεξικογράφοι το ερμηνεύουν στο εν λόγω [[χωρίο]] ως «[[επάλληλος]], [[συνεχής]]». Στο [[χωρίο]] προθέλυμνα [[χαμαὶ]] [[βάλε]] δένδρεα (Ιλ.Ι 541) το επίθ. ερμηνεύεται ως «ξεριζωμένος, με τις ρίζες [[προς]] τα [[εμπρός]]» («έριξε στη γη δένδρα με τις ρίζες τους στον αέρα»), [[σημασία]] παραπλήσια με [[εκείνη]] στο [[χωρίο]] προθελύμνους έλκετο χαίτας (Ιλ.Κ 15) «έβγαζε τα μαλλιά του από τις ρίζες». Με τη συγγενή [[σημασία]] «θεμελιώδες [[στοιχείο]]» ερμηνεύεται από ορισμένους και η προαναφερθείσα διορθωμένη [[φράση]] του Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά («θεμελιώδη στοιχεία και [[στερεά]] σώματα»). Η [[ετυμολογία]] της λέξεως [[είναι]] εντελώς αβέβαιη. Κατά μια [[άποψη]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. θέρυμνο- (με [[ανομοίωση]]) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] dher- «[[στηρίζω]], [[κρατώ]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. dharuna ([[θεμέλιο]], [[υποστήριγμα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για [[λέξη]] του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]], [[τριθέλυμνος]]]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: in [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]]; [[προθέλυμνος]] adjunct of [[δένδρεα]] (Ι 541), of [[χαῖται]] (Κ 15), of [[σάκος]] (Ν 130); posthom. of diff. objects ([[δρῦς]], [[καρήατα]]); - [[τετραθέλυμνος]] adjunct of [[σάκος]] (Ο 479 = χ 122); cf. [[τριθέλυμνος]] = [[τρίπτυχος]] Eust. 849, 5.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: A the simplex is unknown, Sturz read it in Emp. 21,6 for tradit. [[θελημνά]] (Diels a. o. [[θελεμνά]]). With [[προθέλυμνος]] cf. [[πρόρριζος]] [[of which the root is gone]], [[uprooted]], Lat. [[profundus]] [[of which the bottom is gone (removed)]], [[deep]], Skt. [[pra-parṇa-]] [[whose leaves have fallen off]], [[stripped of the leaves]]. As the sec. member of [[προθέλυμνος]], which can be reconstructed as well as <b class="b3">*θέλυμα</b> as as <b class="b3">*θελυμνον</b> (<b class="b3">-ος</b>), is interpreted as [[basis]], [[προθέλυμνος]] would mean [[whose basis (bottom) is gone]], [[removed (from its fundament)]], what might fit for all occurrences except Ν 130 (after it Nonn. D. 22, 183; 2, 374). Improbable Wackernagel Unt.. 237ff. (criticism of older views) who wans to see in it a variant of [[τετραθέλυμνος]] [[with four layers]], with [[προ-]] as the Aeolic parallel of [[τρα-]] from <b class="b3">*πτϜρα-</b> (cf. [[τράπεζα]]) (impossible as the word is non-IE). - The glosses of H [[ἀθέλιμνοι κακοί]]; [[ἀθέλημον ἄκουσμα κακόν]] are unclear; id. for [[θέλεμνον ὅλον ἐκ ῥιζῶν]] (Latte in Mayrhofer KEWA. 2, 94A.). As the place in Empedokles is unclear, we can only use the compp. Connection with Sanskrit [[dharúṇam]] n. in Mayrhofer is also impossible (as the word is Pre-Greek). - Krahe Die Antike 15, 181 thinks the word is Pre-Greek, which is without a doubt correct (suff. (<b class="b3">-υμνος</b>). | |||
}} | }} |