Anonymous

ῥέζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  9 September 2022
m
Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α<br /><b>1.</b> [[πράττω]], [[διαπράττω]], [[κατορθώνω]] (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[οὐδέν]] σε ῥέξω [[κακά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἡ [[πόλις]] ἡμᾱς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελώ]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]] («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥέζω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wrg</i>- της ρίζας <i>werg</i>- της λ. [[ἔργον]] (<b>βλ. λ.</b> [[έργο]]) με [[επίθημα]] -<i>j</i>. Ο τ. <i>wrg</i>-<i>jω</i> θα έδινε [[είτε]] <i>Fράζω</i>, [[είτε]] <i>Fρόζω</i> (με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] της συνεσταλμένης βαθμίδας, <b>πρβλ.</b> τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής <i>wozo</i>- = <i>Fόρζω</i>), απ' όπου προήλθε το ρ. [[ῥέζω]] με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- αναλογικά [[προς]] το [[ἔργον]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[ῥέζω]] ανάγεται σε τ. <i>wreg</i>- της ρίζας, ο [[οποίος]] έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>werg</i>- με [[μετάθεση]] τών φθόγγων (<b>πρβλ.</b> και λ. [[έρδω]])].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><b>δωρ.</b> [[βάφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να ανάγεται σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>reg</i>- «[[βάφω]]» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: <i>rǻjyati</i> «βάφομαι, [[κοκκινίζω]]» και <i>r</i><i>ā</i><i>ga</i>- «[[χρωματισμός]], [[χρώμα]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η [[απουσία]] του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά [[συνήθως]] σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από <i>r</i>- [[χωρίς]] αρκτικό <i>F</i>- ή <i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυθρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rubh</i>-, <i>ἐ</i>-<i>ρέφω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rebh</i>-). Παρόμοια [[απόδοση]] του αρκτικού <i>r</i>- με <i>ῥ</i>- ([[χωρίς]] προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και [[συνήθως]] δάνειες λ. (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>ῥώψ</i>, λατ. <i>Ῥώμη</i>, [[ῥάφανος]]) [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]], [[επιφώνημα]] [[ῥυππαπαί]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α<br /><b>1.</b> [[πράττω]], [[διαπράττω]], [[κατορθώνω]] (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[οὐδέν]] σε ῥέξω [[κακά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἡ [[πόλις]] ἡμᾶς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελώ]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]] («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥέζω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wrg</i>- της ρίζας <i>werg</i>- της λ. [[ἔργον]] (<b>βλ. λ.</b> [[έργο]]) με [[επίθημα]] -<i>j</i>. Ο τ. <i>wrg</i>-<i>jω</i> θα έδινε [[είτε]] <i>Fράζω</i>, [[είτε]] <i>Fρόζω</i> (με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] της συνεσταλμένης βαθμίδας, <b>πρβλ.</b> τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής <i>wozo</i>- = <i>Fόρζω</i>), απ' όπου προήλθε το ρ. [[ῥέζω]] με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- αναλογικά [[προς]] το [[ἔργον]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[ῥέζω]] ανάγεται σε τ. <i>wreg</i>- της ρίζας, ο [[οποίος]] έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>werg</i>- με [[μετάθεση]] τών φθόγγων (<b>πρβλ.</b> και λ. [[έρδω]])].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><b>δωρ.</b> [[βάφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να ανάγεται σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>reg</i>- «[[βάφω]]» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: <i>rǻjyati</i> «βάφομαι, [[κοκκινίζω]]» και <i>r</i><i>ā</i><i>ga</i>- «[[χρωματισμός]], [[χρώμα]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η [[απουσία]] του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά [[συνήθως]] σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από <i>r</i>- [[χωρίς]] αρκτικό <i>F</i>- ή <i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυθρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rubh</i>-, <i>ἐ</i>-<i>ρέφω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rebh</i>-). Παρόμοια [[απόδοση]] του αρκτικού <i>r</i>- με <i>ῥ</i>- ([[χωρίς]] προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και [[συνήθως]] δάνειες λ. (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>ῥώψ</i>, λατ. <i>Ῥώμη</i>, [[ῥάφανος]]) [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]], [[επιφώνημα]] [[ῥυππαπαί]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm