Anonymous

τειχίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τεῖχος]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] [[τείχος]], [[υψώνω]] [[τείχος]] (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περικλείω]] με [[τείχος]], [[περιτειχίζω]], [[οχυρώνω]] (α. «[[τειχίζω]] [[πόλη]]» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ φρούρια ἐπιμελέστερον τειχίσας», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] (α. «τείχισον ἡμᾱς τῇ δυνάμει σου», Ευχολ.<br />β. «τειχίζοντα τὴν οἰκίαν [δηλ. την [[οικογένεια]]] εὑροῦσα τὸν Ὁλύμπιον», Λιβάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> παρατάσσομαι σε πυκνή [[διάταξη]] σαν να [[σχηματίζω]] [[τείχος]] («τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ [[ὥσπερ]] τειχίσαντες», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>τειχίζομαι</i><br />α) κτίζομαι, ανεγείρομαι («[[πύργος]] τετείχισται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[είμαι]] προφυλαγμένος, περιφρουρούμαι (α. «ἀθανάτῳ τείχει τῷ Νείλῳ τετειχισμένην», Ισοκρ.<br />β. «ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> δημιουργούμαι σαν [[τείχος]], υψώνομαι σαν [[τείχος]] («ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[τεῖχος]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] [[τείχος]], [[υψώνω]] [[τείχος]] (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περικλείω]] με [[τείχος]], [[περιτειχίζω]], [[οχυρώνω]] (α. «[[τειχίζω]] [[πόλη]]» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ φρούρια ἐπιμελέστερον τειχίσας», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] (α. «τείχισον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου», Ευχολ.<br />β. «τειχίζοντα τὴν οἰκίαν [δηλ. την [[οικογένεια]]] εὑροῦσα τὸν Ὁλύμπιον», Λιβάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> παρατάσσομαι σε πυκνή [[διάταξη]] σαν να [[σχηματίζω]] [[τείχος]] («τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ [[ὥσπερ]] τειχίσαντες», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>τειχίζομαι</i><br />α) κτίζομαι, ανεγείρομαι («[[πύργος]] τετείχισται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[είμαι]] προφυλαγμένος, περιφρουρούμαι (α. «ἀθανάτῳ τείχει τῷ Νείλῳ τετειχισμένην», Ισοκρ.<br />β. «ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> δημιουργούμαι σαν [[τείχος]], υψώνομαι σαν [[τείχος]] («ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm