Anonymous

λαμυρός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαμυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] αβύσσους, [[χαώδης]] («λαμυρὰ [[θάλασσα]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>2.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]] («γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.)<br /><b>3.</b> [[θρασύς]], [[αναιδής]]<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) φιλάρεσκη<br /><b>5.</b> (με καλή σημ.) [[κομψός]], [[ευχάριστος]] («Κλεοπάτρας... λαμυρᾱς φανείσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαυγής]], [[λαμπρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λαμυρῶς</i> (Α)<br />με [[θρασύτητα]], [[αναιδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λαμυρός]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρός</i> ([[πρβλ]]. [[βδελυρός]], [[γλαφυρός]]). Το θ. <i>λαμ</i>- πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>lm</i>- (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>lem</i>-, που εκφράζει την [[έννοια]] της εκδίκησης και της δίψας για [[εκδίκηση]]. Η [[σύνδεση]] όμως της λ. με λατ. <i>lemures</i> «φαντάσματα», λιθουαν. <i>lemoti</i> «[[είμαι]] διψασμένος για...», λεττον. <i>lamat</i> «[[εξυβρίζω]]», που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]], δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=[[λαμυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] αβύσσους, [[χαώδης]] («λαμυρὰ [[θάλασσα]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>2.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]] («γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.)<br /><b>3.</b> [[θρασύς]], [[αναιδής]]<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) φιλάρεσκη<br /><b>5.</b> (με καλή σημ.) [[κομψός]], [[ευχάριστος]] («Κλεοπάτρας... λαμυρᾱς φανείσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαυγής]], [[λαμπρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λαμυρῶς</i> (Α)<br />με [[θρασύτητα]], [[αναιδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λαμυρός]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρός</i> ([[πρβλ]]. [[βδελυρός]], [[γλαφυρός]]). Το θ. <i>λαμ</i>- πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>lm</i>- (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>lem</i>-, που εκφράζει την [[έννοια]] της εκδίκησης και της δίψας για [[εκδίκηση]]. Η [[σύνδεση]] όμως της λ. με λατ. <i>[[lemures]]</i> «φαντάσματα», λιθουαν. <i>lemoti</i> «[[είμαι]] διψασμένος για...», λεττον. <i>lamat</i> «[[εξυβρίζω]]», που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]], δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm