Anonymous

φῦσα: Difference between revisions

From LSJ
1 byte removed ,  10 September 2022
m
Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
Line 42: Line 42:
==Wikipedia EL==
==Wikipedia EL==
Φύσα, αέρια εντέρου, αέρια από το έντερο ή απλά αέρια ονομάζονται τα αέρια που απελευθερώνονται από τον πρωκτό. Τα αέρια του εντέρου είναι κυρίως παράγωγα του πεπτικού συστήματος και της διαδικασίας της πέψης, μπορεί όμως να πρόκειται και για απλό αέρα που έχει εισέλθει στο σώμα μέσω της διαδικασίας της κατάποσης (αεροφαγία). Ο ήχος που ορισμένες φορές συνοδεύει την απελευθέρωση των αερίων παράγεται από την παλινδρομική ταλάντωση του πρωκτού. Η υπερβολική παραγωγή αερίων περιγράφεται ως μετεωρισμός.
Φύσα, αέρια εντέρου, αέρια από το έντερο ή απλά αέρια ονομάζονται τα αέρια που απελευθερώνονται από τον πρωκτό. Τα αέρια του εντέρου είναι κυρίως παράγωγα του πεπτικού συστήματος και της διαδικασίας της πέψης, μπορεί όμως να πρόκειται και για απλό αέρα που έχει εισέλθει στο σώμα μέσω της διαδικασίας της κατάποσης (αεροφαγία). Ο ήχος που ορισμένες φορές συνοδεύει την απελευθέρωση των αερίων παράγεται από την παλινδρομική ταλάντωση του πρωκτού. Η υπερβολική παραγωγή αερίων περιγράφεται ως μετεωρισμός.
==Translations==
{{trml
Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ‎; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg or; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха́, мехи́; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bể; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho
|trtx=Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ‎; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg or; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха́, мехи́; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bể; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho
}}