Anonymous

πῆμα: Difference between revisions

From LSJ
2,522 bytes added ,  11 September 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]] («[[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) [[βαρύς]] [[μόχθος]] («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ὁλεθρος, [[καταστροφή]], [[βάσανο]], [[πληγή]] («[[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]] ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα [[ὄνειαρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πῆμα]] ἐπὶ πήματι κεῑται»<br /><b>μτφ.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) το ολέθριο [[σίδερο]], δηλ. το [[ξίφος]] που σφυρηλατείται [[πάνω]] στο σιδερένιο [[αμόνι]] του σιδηρουργού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια [[κατάσταση]] και εμφανίζει κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σή</i>-<i>μα</i>, <i>σώ</i>-<i>μα</i>). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική [[άποψη]], συνδέσεις της λ. [[είναι]] με: αβεστ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[ονομασία]] αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[αρρώστια]] του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>pman</i>- «[[πόνος]], [[λύπη]], [[ταραχή]], [[βλάβη]]» (κατ' [[επίδραση]] του <i>p</i><i>ā</i><i>pa</i>- «[[κακός]]») βρίσκεται από σημασιολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στη λ. [[πῆμα]]. Έχει, [[επίσης]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με ελλ. τύπους όπως [[ταλαίπωρος]], [[πηρός]], [[πένομαι]], [[πένθος]] ή με το λατ. <i>patior</i> «[[πάσχω]]». Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῆμα]] [[είναι]] αρχαϊκή και η [[χρήση]] της υποχώρησε [[νωρίς]]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]] («[[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) [[βαρύς]] [[μόχθος]] («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ὁλεθρος, [[καταστροφή]], [[βάσανο]], [[πληγή]] («[[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]] ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα [[ὄνειαρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πῆμα]] ἐπὶ πήματι κεῑται»<br /><b>μτφ.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) το ολέθριο [[σίδερο]], δηλ. το [[ξίφος]] που σφυρηλατείται [[πάνω]] στο σιδερένιο [[αμόνι]] του σιδηρουργού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια [[κατάσταση]] και εμφανίζει κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σή</i>-<i>μα</i>, <i>σώ</i>-<i>μα</i>). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική [[άποψη]], συνδέσεις της λ. [[είναι]] με: αβεστ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[ονομασία]] αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[αρρώστια]] του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>pman</i>- «[[πόνος]], [[λύπη]], [[ταραχή]], [[βλάβη]]» (κατ' [[επίδραση]] του <i>p</i><i>ā</i><i>pa</i>- «[[κακός]]») βρίσκεται από σημασιολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στη λ. [[πῆμα]]. Έχει, [[επίσης]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με ελλ. τύπους όπως [[ταλαίπωρος]], [[πηρός]], [[πένομαι]], [[πένθος]] ή με το λατ. <i>[[patior]]</i> «[[πάσχω]]». Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῆμα]] [[είναι]] αρχαϊκή και η [[χρήση]] της υποχώρησε [[νωρίς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 48: Line 48:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[distress]], [[grief]], [[harm]], [[injury]], [[mischief]], [[misfortune]], [[sorrow]], [[trouble]], [[anything that causes trouble]], [[cause of mischief]], [[mental pain]], [[that which ruins]]
|woodrun=[[distress]], [[grief]], [[harm]], [[injury]], [[mischief]], [[misfortune]], [[sorrow]], [[trouble]], [[anything that causes trouble]], [[cause of mischief]], [[mental pain]], [[that which ruins]]
}}
{{trml
|trtx====misery===
Assamese: বিলৈ, দুৰ্দশা; Azerbaijani: qada, bəla, dərd, müsibət, fəlakət; Belarusian: няшчасце, бяда, гора; Bulgarian: нещастие, страдание; Catalan: misèria; Chinese Mandarin: 苦難, 苦难, 痛苦, 悲慘, 悲惨, 不幸, 苦痛; Czech: neštěstí, bída, hoře; Danish: elendighed; Dutch: [[ellende]]; Early Assamese: বিলাই; Esperanto: mizero; Finnish: kärsimys, surkeus, kurjuus, kurjuus, surkeus; French: [[misère]]; Galician: laceira, miseria; Georgian: უბედურება, წვალება, წამება, ტანჯვა, გასაჭირი, გაჭირვება; German: [[Misere]], [[Elend]]; Greek: [[αθλιότης]]; Ancient Greek: [[πῆμα]]; Guaraní: tekoasy; Hausa: uƙuba; Hebrew: אומללות‎; Ido: mizero; Irish: aimléis, galar; Italian: [[miseria]]; Japanese: 悲惨, 苦痛, 惨めさ; Ladino: mizerya; Latin: [[miseria]]; Luxembourgish: Misär; Macedonian: несреќа; Malayalam: ദുരിതം; Plautdietsch: Älent, Jauma; Polish: nieszczęście, męka; Portuguese: [[miséria]]; Romanian: mizerie; Russian: [[несчастье]], [[горе]], [[мука]], [[страдание]], [[беда]]; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: јад, беда; Roman: jad, beda; Slovak: nešťastie, bieda; Slovene: beda, nesreča; Spanish: [[miseria]], [[sinvivir]]; Swedish: misär, elände; Ukrainian: нещастя, біда, горе
===calamity===
Arabic: بَلَاء‎, بُؤْس‎, مُصِيبَة‎; Bulgarian: бедствие; Catalan: calamitat; Chinese Mandarin: 災難, 灾难; Czech: kalamita; Dutch: [[calamiteit]]; Esperanto: katastrofo, plago; Finnish: suuronnettomuus; French: [[calamité]]; Georgian: უბედურება; German: [[Unheil]], [[Kalamität]]; Ancient Greek: [[περίπτωμα]], [[πῆμα]]; Hungarian: vész; Ido: kalamitato; Irish: anachain; Italian: [[calamità]]; Japanese: 災い, 災難; Korean: 재난; Latin: [[calamitas]]; Malayalam: ദുരന്തം; Norwegian: kalamitet; Oromo: balaa; Persian: بلا‎, مصیبت‎; Plautdietsch: Onjlekj; Portuguese: [[calamidade]]; Romanian: flagel, calamitate, calamități; Russian: [[катастрофа]], [[бедствие]]; Spanish: [[calamidad]]; Swedish: katastrof, tragedi, olycka; Tagalog: kalamidad; Turkish: bela, musibet; Urdu: آفت‎; Vietnamese: tai hoạ; Volapük: damifät; Westrobothnian: ofäl
}}
}}