3,274,408
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] att. -ττεύω, überzählig, überflüssig sein; Hes. frg. 14, 4; τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες, Soph. El. 1280, laß die überflüssigen Worte; Plat. Legg. IX, 855 a; die Überzahl haben, Xen. An. 4, 8, 11 u. Folgde; τὸ περιττεῦον, im Ggstz von λεῖπον, Pol. 4, 38, 9; auch περισσεύων τῇ χορηγίᾳ, im Ggstz von ἐλλείπων, 18, 18, 5; Sp.; – sich auszeichnen, vorzüglich sein, τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν, Thuc. 2, 65, es war dem Perikles eine solche Überlegenheit, oder nach Anderen, er hatte solchen Überfluß an Hülfsquellen, daß er ohne Weiteres gesiegt haben würde, wenn er den Krieg hätte fortführen können; περιττεύει μοί τι, ich habe Überfluß woran, besitze es in hohem Grade, εἰ μὴ τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ, D. Hal. 3, 11; τινί, Überfluß an Etwas haben, Pol. 18, 18, 5; auch τινός, Luc.; – übrig sein, bleiben, N. T. – Das Augm. περιέσσευσα u. ä. ist falsch, s. Lob. zu Phryn. p. 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] att. -ττεύω, überzählig, überflüssig sein; Hes. frg. 14, 4; τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες, Soph. El. 1280, laß die überflüssigen Worte; Plat. Legg. IX, 855 a; die Überzahl haben, Xen. An. 4, 8, 11 u. Folgde; τὸ περιττεῦον, im Ggstz von λεῖπον, Pol. 4, 38, 9; auch περισσεύων τῇ χορηγίᾳ, im Ggstz von ἐλλείπων, 18, 18, 5; Sp.; – sich auszeichnen, vorzüglich sein, τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν, Thuc. 2, 65, es war dem Perikles eine solche Überlegenheit, oder nach Anderen, er hatte solchen Überfluß an Hülfsquellen, daß er ohne Weiteres gesiegt haben würde, wenn er den Krieg hätte fortführen können; περιττεύει μοί τι, ich habe Überfluß woran, besitze es in hohem Grade, εἰ μὴ τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ, D. Hal. 3, 11; τινί, Überfluß an Etwas haben, Pol. 18, 18, 5; auch τινός, Luc.; – übrig sein, bleiben, N. T. – Das Augm. περιέσσευσα u. ä. ist falsch, s. Lob. zu Phryn. p. 28. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐπερίσσευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d'une armée) gén.;<br /><b>2</b> être de trop, être superflu, surabondant ; <i>abs.</i> περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον [[τῷ]] Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit <i>ou selon d'autres</i>, une telle surabondance de ressources;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fournir en abondance ; multiplier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐπερίσσευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d'une armée) gén.;<br /><b>2</b> être de trop, être superflu, surabondant ; <i>abs.</i> περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον [[τῷ]] Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit <i>ou selon d'autres</i>, une telle surabondance de ressources;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fournir en abondance ; multiplier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[περιττεύω]], Ion. [[περισσεύω]] [[περιττός]] de gebruikelijke maat te boven gaan intrans. in overvloed aanwezig zijn:; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε ἀφ’ ὧν αὐτὸς προέγνω zo’n overvloed (aan overwegingen) had Pericles toen waarop hij zijn voorspelling baseerde Thuc. 2.65.13; over zijn, resteren:; τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων het overschot aan stukken brood NT Mt. 14.20; med. meer dan genoeg hebben van, met gen..; περισσεύονται ἄρτων zij hebben brood in overvloed NT Luc. 15.17; toenemen:. αἱ ἐκκλησίαι ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ’ ἡμέραν = de gemeenten namen dagelijks in aantal toe NT Act. Ap. 16.5. superieur zijn aan, met gen.. περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι de vijand zal ons de baas zijn Xen. An. 4.8.11. overbodig zijn:. τὰ... περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες laat overbodige woorden weg Soph. El. 1288. met acc., later overvloedig voorzien van, met dat.:; ὑμᾶς ὁ κύριος περισσεύσαι τῇ ἀγάπῃ moge de Heer u met zijn liefde overstelpen NT 1 Thes. 3.12; pass.. δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται = hem zal gegeven worden en hij zal overvloed kennen NT Mt. 13.12. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισσεύω:''' атт. [[περιττεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[быть более многочисленным]], [[превосходить числом]]: περιττεύσουσιν [[ἡμῶν]] Xen. они будут обладать численным превосходством над нами;<br /><b class="num">2)</b> [[быть в остатке]] или [[быть в избытке]]: τἀρκοῦντα ἔχειν καὶ περισσεύοντα Xen. иметь достаточно и даже в избытке; τὸ περισσεῦον NT остаток; ἂν ᾖ τί τινος περιττεῦον Plat. если что-л. окажется в излишке в сравнении с чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[иметь в изобилии]]: τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε Thuc. у Перикла оказалось такое изобилие средств; π. τινί Polyb., NT и τινός Luc., NT иметь в изобилии что-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[быть излишним]], [[бесполезным]]: τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων [[ἄφες]] Soph. оставь ненужные слова;<br /><b class="num">5)</b> [[преуспевать]] (ἔν τινι и εἴς τι NT);<br /><b class="num">6)</b> [[приумножать]] (πᾶσαν [[χάριν]] εἴς τινα NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 35: | ||
|lsmtext='''περισσεύω:''' Αττ. -ττεύω, μέλ. <i>-σω</i>, παρατ. <i>ἐπερίσσευον</i>· ([[περισσός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν [[ἡμῶν]] οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., είμαι [[περισσότερος]] από [[αρκετός]], [[παραμένω]] [[περισσότερος]], [[πλεονάζω]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[περιττός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, έχω [[αφθονία]], [[αφθονώ]] σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., [[περισσεύω]] ἄρτων, έχω περισσότερο [[ψωμί]] από όσο [[χρειάζομαι]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ανώτερος]], έχω το [[πλεονέκτημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ. | |lsmtext='''περισσεύω:''' Αττ. -ττεύω, μέλ. <i>-σω</i>, παρατ. <i>ἐπερίσσευον</i>· ([[περισσός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν [[ἡμῶν]] οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., είμαι [[περισσότερος]] από [[αρκετός]], [[παραμένω]] [[περισσότερος]], [[πλεονάζω]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[περιττός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, έχω [[αφθονία]], [[αφθονώ]] σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., [[περισσεύω]] ἄρτων, έχω περισσότερο [[ψωμί]] από όσο [[χρειάζομαι]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ανώτερος]], έχω το [[πλεονέκτημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περισσεύω''': μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ [[σεύω]], ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· ([[περισσός]]). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν [[ὑπὲρ]] ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. [[περιέχω]] ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ [[ἀρκετός]], [[πλεονάζω]], τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. [[ἀργύριον]] ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. [[περίσσευμα]])· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[περιττός]], τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ [[ἐλλείπω]], Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[κρείσσων]], π. [[παρά]] τινα, εἶμαι [[ἀνώτερος]] ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι [[κρείσσων]], [[ἀνώτερος]], καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. [[μᾶλλον]], προάγομαι ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ προάγηταί τις, [[προβιβάζω]], π. πᾶσαν [[χάριν]] Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, [[μηκύνω]] αὐτὰς ἐπὶ [[μᾶλλον]], Ἀθήν. 42Β. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |