Anonymous

ἀναδέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] abschinden, eigentlich die über eine Wunde gewachsene Haut wieder abziehen, wieder auffrischen, bes. von unangenehmen Empfindungen; med., Ar. Run. 1104, wo der Schol. ἀνακαλύπτειν erkl.; übh. enthüllen, Luc. Pseudol. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] abschinden, eigentlich die über eine Wunde gewachsene Haut wieder abziehen, wieder auffrischen, bes. von unangenehmen Empfindungen; med., Ar. Run. 1104, wo der Schol. ἀνακαλύπτειν erkl.; übh. enthüllen, Luc. Pseudol. 20.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναδέρω''': ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, [[ἀναξέω]], ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν [[γνάθων]] τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, [[ἔνθα]] τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ [[μέσον]] προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.»
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 24: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναδέρω:''' поэт. тж. ἀνδέρω<br /><b class="num">1)</b> [[сдирать кожу]], [[обдирать]] (πόδας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med., ирон. [[выворачивать наружу]], [[рассказывать до конца]], [[выкладывать]] (τι Arph., Luc.).
|elrutext='''ἀναδέρω:''' поэт. тж. ἀνδέρω<br /><b class="num">1)</b> [[сдирать кожу]], [[обдирать]] (πόδας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med., ирон. [[выворачивать наружу]], [[рассказывать до конца]], [[выкладывать]] (τι Arph., Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀναδέρω''': ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, [[ἀναξέω]], ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν [[γνάθων]] τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, [[ἔνθα]] τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ [[μέσον]] προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.»
}}
}}
{{grml
{{grml