Anonymous

Ἐρινύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἐρῑνύς''': (οὕτω δι’ ἑνὸς ν γραφόμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις καὶ ἐν ταῖς ἐπιγραφ., οὐχὶ δὲ Ἐριννύς, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφ.): γενικ. ύος, ἡ: πληθ., ὀνομ. Ἐρινύες, αἰτ. παρ’ Ὁμήρῳ Ἐρινύας καὶ Ἐρινῦς· παρὰ δὲ Ἀττ. μόνον Ἐρινῦς· Ἀττ. γεν. πληθ. συνῃρ. Ἐρινῦν ἀντὶ Ἐρινύων, ὡς τὸ γενῦν ἀντὶ γενύων, Δινδ. ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 931 καὶ 970. Θεότης τιμωρὸς κακῶν πράξεων, παρ’ Ὁμ. (ὡς αἱ παρὰ Ρωμ. Furiae) ἀείποτε κατὰ πληθ. πλὴν ἐν Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234· ἀλλ’ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τὸ ἑν. ἐπ’ ἴσης συχνῶς ὅσον καὶ τὸ πληθ., οὕτω δὲ δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς [[προσωποποίησις]] τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Περὶ τριῶν Ἐρινυῶν πρῶτον γίνεται [[λόγος]] ἐν Εὐρ. Τρῳ. 457, Ὀρ. 1650· ἀλλὰ τὰ ὀνόματα [[Τισιφόνη]], Μέγαιρα, Ἀληκτὼ ἀπαντῶσι μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Ἀπολλοδ. 1. 1, 4, κλ.: παρ’ Ὁμ. οὐδεὶς [[ἀριθμὸς]] ἀναφέρεται· ὁ δὲ Αἰσχύλ. εἰσάγει πλήρη χορὸν ἐξ αὐτῶν, καὶ ὁ Εὐρ. δὲν περιορίζει τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ἐν Ι. Τ. 961 κ. ἑξ. Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις Ἐπικοῖς τιμωροῦσι τὴν ἐπιορκίαν, Ἰλ. Τ. 259, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 801· τὴν ἀνθρωποκτονίαν, Ἰλ. Ι. 571· ἀγνώμονα διαγωγὴν πρὸς τοὺς γονεῖς, [[αὐτόθι]] 454, Ὀδ. Β. 135 (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· κακομεταχείρισιν ἱκετῶν, Ρ. 475· ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, Ἰλ. Ο. 204· καὶ πᾶσαν ἀλαζονικὴν καὶ αὐθάδη διαγωγήν: - ἐπιβάλλουσι σιγὴν εἰς τὸν ἵππον τοῦ Ἀχιλλέως Ξάνθον μέλλοντα νὰ ἀποκαλύψῃ πλείονα τοῦ δέοντος, Τ. 418· ἀποπλανῶσι τοὺς ἀνθρώπους [[ὅπως]] ἐκλάβωσι τὸ κακὸν ἀντὶ ἀγαθοῦ, ὡς ἡ Ἅτη, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234. - Οἰκητήριον αὐτῶν ἦτο τὸ [[Ἔρεβος]], [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐπίθ... [[ἠεροφοῖτις]], Ἰλ. Ι. 571 (567), καὶ τὸ ὅτι ἐδύναντο νὰ καταδιώκωσί τινα καὶ [[πέραν]] τοῦ τάφου, Τ. 260, Ὀδ. Υ.78. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 185, ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς Γῆς διὰ σταγόνων τινῶν ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ Οὐρανοῦ (ἴδε Γλάδστωνος Hom. Stud. 2. 302. κ. ἑξ.)· ὁ Αἰσχύλ. θεωρεῖ αὐτὰς θυγατέρας τῆς Νυκτός. Περὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λατρείας αὐτῶν καὶ τῆς ἰδέας ἣν εἶχον περὶ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι ὅρα Müller ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. § 77 κ.ἑξ., - καὶ πρβλ. [[Εὐμενίδες]], Σεμναί. ΙΙ. ὡς προσηγ., μητρὸς ἐρινύες, κατάραι τῆς μητρός, Ἰλ. Φ. 412, Ὀδ. Λ. 280· Ἀρά τ’ ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενὴς Αἰσχύλ.Θήβ. 70, πρβλ. 724 καὶ 886, Σοφ. Ο. Κ. 1434· [[ἀλλά]], τίσαιτο... ἐρινῦς πατρός, τὴν φονικὴν ἐνοχὴν τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Ἡσ. Θ. 472· οὕτω, ἐρινύες Λαΐου, αἱ παρὰ τοῦ Λαΐου κληροδοτηθεῖσαι κατάραι, παρ’ Ἡροδ. 4. 149· φρενῶν ἐρινύς, διατάραξις αὐτῶν, [[μανία]]. Σοφ. Ἀντ. 603· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν, [[ποία]] [[εἶναι]] αὕτη ἡ Ἐρινὺς ἥν κελεύεις νὰ ἐκπέμψῃ ὀξείαν κραυγὴν ἐπὶ τῆς οἰκίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120: - παρὰ Τραγ., ἐπὶ προσώπων ἀποστελλομένων ὑπὸ τῶν θεῶν [[ὅπως]] ἐπενέγκωσιν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα συμφοράς, πομπᾷ Διὸς ξενίου, [[νυμφόκλαυτος]] [[Ἐρινύς]], περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 749, Σοφ. Ἠλ. 1080, Τραχ. 891, Εὐρ. Ὀρ. 1390· ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται παρὰ πεζογράφοις, εἰ μὴ ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 357Α, Πολυβ. 24. 8, 2, κλ. Πρβλ. [[ἀλάστωρ]]. ΙΙΙ. ἐπώνυμ. τῆς Δήμητρος ἐν Ὄγκαις πόλει τῆς Ἀρκαδίας, Καλλ. Ἀποσπ. 207 (Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 153), Παυσ. 8, 25, 4 κἑξ. ῡ ἐν πάσαις ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι. πρβλ. τὸ Σανσκρ. Saran-yû, μυθικόν τι [[πρόσωπον]] ἐν τῇ Βέδᾳ, (πρβλ. τὸ παρ’ Ἡσύχ.: Ἀράντισιν· Ἐρινύσι)· περὶ τῆς συγγενείας τῶν δύο ἴδε Μ. Müller Sc. of L. 2. 484).
|lstext='''Ἐρῑνύς''': (οὕτω δι’ ἑνὸς ν γραφόμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις καὶ ἐν ταῖς ἐπιγραφ., οὐχὶ δὲ Ἐριννύς, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφ.): γενικ. ύος, ἡ: πληθ., ὀνομ. Ἐρινύες, αἰτ. παρ’ Ὁμήρῳ Ἐρινύας καὶ Ἐρινῦς· παρὰ δὲ Ἀττ. μόνον Ἐρινῦς· Ἀττ. γεν. πληθ. συνῃρ. Ἐρινῦν ἀντὶ Ἐρινύων, ὡς τὸ γενῦν ἀντὶ γενύων, Δινδ. ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 931 καὶ 970. Θεότης τιμωρὸς κακῶν πράξεων, παρ’ Ὁμ. (ὡς αἱ παρὰ Ρωμ. Furiae) ἀείποτε κατὰ πληθ. πλὴν ἐν Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234· ἀλλ’ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τὸ ἑν. ἐπ’ ἴσης συχνῶς ὅσον καὶ τὸ πληθ., οὕτω δὲ δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς [[προσωποποίησις]] τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Περὶ τριῶν Ἐρινυῶν πρῶτον γίνεται [[λόγος]] ἐν Εὐρ. Τρῳ. 457, Ὀρ. 1650· ἀλλὰ τὰ ὀνόματα [[Τισιφόνη]], Μέγαιρα, Ἀληκτὼ ἀπαντῶσι μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Ἀπολλοδ. 1. 1, 4, κλ.: παρ’ Ὁμ. οὐδεὶς [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἀναφέρεται· ὁ δὲ Αἰσχύλ. εἰσάγει πλήρη χορὸν ἐξ αὐτῶν, καὶ ὁ Εὐρ. δὲν περιορίζει τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ἐν Ι. Τ. 961 κ. ἑξ. Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις Ἐπικοῖς τιμωροῦσι τὴν ἐπιορκίαν, Ἰλ. Τ. 259, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 801· τὴν ἀνθρωποκτονίαν, Ἰλ. Ι. 571· ἀγνώμονα διαγωγὴν πρὸς τοὺς γονεῖς, [[αὐτόθι]] 454, Ὀδ. Β. 135 (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· κακομεταχείρισιν ἱκετῶν, Ρ. 475· ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, Ἰλ. Ο. 204· καὶ πᾶσαν ἀλαζονικὴν καὶ αὐθάδη διαγωγήν: - ἐπιβάλλουσι σιγὴν εἰς τὸν ἵππον τοῦ Ἀχιλλέως Ξάνθον μέλλοντα νὰ ἀποκαλύψῃ πλείονα τοῦ δέοντος, Τ. 418· ἀποπλανῶσι τοὺς ἀνθρώπους [[ὅπως]] ἐκλάβωσι τὸ κακὸν ἀντὶ ἀγαθοῦ, ὡς ἡ Ἅτη, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234. - Οἰκητήριον αὐτῶν ἦτο τὸ [[Ἔρεβος]], [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐπίθ... [[ἠεροφοῖτις]], Ἰλ. Ι. 571 (567), καὶ τὸ ὅτι ἐδύναντο νὰ καταδιώκωσί τινα καὶ [[πέραν]] τοῦ τάφου, Τ. 260, Ὀδ. Υ.78. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 185, ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς Γῆς διὰ σταγόνων τινῶν ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ Οὐρανοῦ (ἴδε Γλάδστωνος Hom. Stud. 2. 302. κ. ἑξ.)· ὁ Αἰσχύλ. θεωρεῖ αὐτὰς θυγατέρας τῆς Νυκτός. Περὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λατρείας αὐτῶν καὶ τῆς ἰδέας ἣν εἶχον περὶ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι ὅρα Müller ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. § 77 κ.ἑξ., - καὶ πρβλ. [[Εὐμενίδες]], Σεμναί. ΙΙ. ὡς προσηγ., μητρὸς ἐρινύες, κατάραι τῆς μητρός, Ἰλ. Φ. 412, Ὀδ. Λ. 280· Ἀρά τ’ ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενὴς Αἰσχύλ.Θήβ. 70, πρβλ. 724 καὶ 886, Σοφ. Ο. Κ. 1434· [[ἀλλά]], τίσαιτο... ἐρινῦς πατρός, τὴν φονικὴν ἐνοχὴν τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Ἡσ. Θ. 472· οὕτω, ἐρινύες Λαΐου, αἱ παρὰ τοῦ Λαΐου κληροδοτηθεῖσαι κατάραι, παρ’ Ἡροδ. 4. 149· φρενῶν ἐρινύς, διατάραξις αὐτῶν, [[μανία]]. Σοφ. Ἀντ. 603· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν, [[ποία]] [[εἶναι]] αὕτη ἡ Ἐρινὺς ἥν κελεύεις νὰ ἐκπέμψῃ ὀξείαν κραυγὴν ἐπὶ τῆς οἰκίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120: - παρὰ Τραγ., ἐπὶ προσώπων ἀποστελλομένων ὑπὸ τῶν θεῶν [[ὅπως]] ἐπενέγκωσιν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα συμφοράς, πομπᾷ Διὸς ξενίου, [[νυμφόκλαυτος]] [[Ἐρινύς]], περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 749, Σοφ. Ἠλ. 1080, Τραχ. 891, Εὐρ. Ὀρ. 1390· ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται παρὰ πεζογράφοις, εἰ μὴ ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 357Α, Πολυβ. 24. 8, 2, κλ. Πρβλ. [[ἀλάστωρ]]. ΙΙΙ. ἐπώνυμ. τῆς Δήμητρος ἐν Ὄγκαις πόλει τῆς Ἀρκαδίας, Καλλ. Ἀποσπ. 207 (Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 153), Παυσ. 8, 25, 4 κἑξ. ῡ ἐν πάσαις ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι. πρβλ. τὸ Σανσκρ. Saran-yû, μυθικόν τι [[πρόσωπον]] ἐν τῇ Βέδᾳ, (πρβλ. τὸ παρ’ Ἡσύχ.: Ἀράντισιν· Ἐρινύσι)· περὶ τῆς συγγενείας τῶν δύο ἴδε Μ. Müller Sc. of L. 2. 484).
}}
}}
{{bailly
{{bailly