Anonymous

εὐθύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">Α. 1.</b> Ιων. και Επικ. [[ἰθύς]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], [[είτε]] καθέτως, [[είτε]] οριζοντίως, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εὐθείᾳ</i> (ενν. <i>ὁδῷ</i>), μέσω της ευθείας οδού, όχι [[πλαγίως]], σε Πλάτ.· ομοίως και, <i>τὴν εὐθεῖαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[ευθέως]], ανοιχτά, [[φανερά]], ειλικρινά, δίκαια, σε Τυρτ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ τοῦ εὐθέος</i>, <i>ἐκ τοῦ εὐθέος</i>, [[φανερά]], ανοιχτά, ανεπιφύλακτα, σε Θουκ. <b>Β.</b> ως επίρρ., [[εὐθύς]] και [[εὐθύ]], το πρώτο [[κυρίως]] λέγεται για χρόνο, το δεύτερο για [[τόπο]]· <b>I.[[εὐθύ]]</b>, λέγεται για [[τόπο]], [[κατευθείαν]], εὐθὺ [[Πύλονδε]], [[κατευθείαν]] στην Πύλο, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>εὐθὺ πρὸς τὰ λέχη</i>, σε Σοφ.· <i>εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος</i>, [[κατευθείαν]] προς τη Βαβυλώνα, σε Ξεν.· ομοίως με γεν., <i>εὐθὺ Πελλήνης</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>II.[[εὐθύς]]: 1.</b> λέγεται για χρόνο, [[ευθύς]] [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], [[αυτοστιγμεί]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>εὐθὺς ἐκ παιδίου</i>, σε Ξεν.· με μτχ., <i>εὐθὺς νέοι ὄντες</i>, σε Θουκ.· <i>τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου</i>, [[αμέσως]] στην [[αρχή]] του καλοκαιριού, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], όπως το [[εὐθύ]], λέγεται για [[τόπο]], [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως [[εὐθύς]], [[κατευθείαν]] πάνω από την πόλη, στον ίδ.· <i>τὴνεὐθὺς Ἄργους ὁδόν</i>, η [[οδός]] που οδηγεί [[κατευθείαν]] στο Άργος, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπο, απευθείας, απλά, σε Πλάτ. <b>Γ.[[ευθέως]]</b>, επίρρ. χρησιμ. ακριβώς όπως το επίθ. [[εὐθύς]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[ἐπεὶ]] [[εὐθέως]], [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[μόλις]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐθύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">Α. 1.</b> Ιων. και Επικ. [[ἰθύς]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], [[είτε]] καθέτως, [[είτε]] οριζοντίως, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εὐθείᾳ</i> (ενν. <i>ὁδῷ</i>), μέσω της ευθείας οδού, όχι [[πλαγίως]], σε Πλάτ.· ομοίως και, <i>τὴν εὐθεῖαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[ευθέως]], ανοιχτά, [[φανερά]], ειλικρινά, δίκαια, σε Τυρτ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ τοῦ εὐθέος</i>, <i>ἐκ τοῦ εὐθέος</i>, [[φανερά]], ανοιχτά, ανεπιφύλακτα, σε Θουκ. <b>Β.</b> ως επίρρ., [[εὐθύς]] και [[εὐθύ]], το πρώτο [[κυρίως]] λέγεται για χρόνο, το δεύτερο για [[τόπο]]· <b>I. [[εὐθύ]]</b>, λέγεται για [[τόπο]], [[κατευθείαν]], εὐθὺ [[Πύλονδε]], [[κατευθείαν]] στην Πύλο, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>εὐθὺ πρὸς τὰ λέχη</i>, σε Σοφ.· <i>εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος</i>, [[κατευθείαν]] προς τη Βαβυλώνα, σε Ξεν.· ομοίως με γεν., <i>εὐθὺ Πελλήνης</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>II. [[εὐθύς]]: 1.</b> λέγεται για χρόνο, [[ευθύς]] [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], [[αυτοστιγμεί]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>εὐθὺς ἐκ παιδίου</i>, σε Ξεν.· με μτχ., <i>εὐθὺς νέοι ὄντες</i>, σε Θουκ.· <i>τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου</i>, [[αμέσως]] στην [[αρχή]] του καλοκαιριού, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], όπως το [[εὐθύ]], λέγεται για [[τόπο]], [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως [[εὐθύς]], [[κατευθείαν]] πάνω από την πόλη, στον ίδ.· <i>τὴνεὐθὺς Ἄργους ὁδόν</i>, η [[οδός]] που οδηγεί [[κατευθείαν]] στο Άργος, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπο, απευθείας, απλά, σε Πλάτ. <b>Γ. [[ευθέως]]</b>, επίρρ. χρησιμ. ακριβώς όπως το επίθ. [[εὐθύς]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[ἐπεὶ]] [[εὐθέως]], [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[μόλις]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru