Anonymous

κακός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
mNo edit summary
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκός:''' -ή, -όν, [[κακός]], Λατ. [[malus]]·<br /><b class="num">Α.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">I. 1.</b> αντίθ. προς το [[καλός]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς τα [[ἀγαθός]], [[ἐσθλός]], ο ταπεινής καταγωγής, [[φτωχός]], [[ταπεινός]], [[άθλιος]], [[άσημος]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[άνανδρος]], [[δειλός]], [[πρόστυχος]], [[χυδαίος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> ο [[κακός]] στο είδος του, δηλ. [[ανάξιος]], [[μηδαμινός]], [[ελεεινός]], κ. [[ἀλήτης]], [[άθλιος]] [[επαίτης]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ.· κ.[[ἰατρός]], σε Αισχύλ.· κ. [[ναύτης]], σε Ευρ.· πάντα [[κακός]], [[κακός]] σε όλα τα πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακὸςγνώμην</i>, σε Σοφ.· με απαρ., <i>κακὸς μανθάνειν</i>, [[κακός]] στη [[μάθηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[πονηρός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θάνατο, [[ασθένεια]], νόσο κ.λπ.· [[κακός]], [[οδυνηρός]], [[ολέθριος]], [[μοιραίος]], σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για οιωνούς, [[άσχημος]], [[δυσμενής]], σε Αττ.· λέγεται για λόγους, [[αισχρός]], [[υβριστικός]], σε Σοφ.· κ. [[ποιμήν]], δηλ. η [[θύελλα]], σε Αισχύλ.<b>Β.</b> [[κακόν]], <i>τό</i> και <i>[[κακά]]</i>, <i>τά</i>· ως ουσ., [[δυστυχία]], [[κακά]], συμφορές, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν</i>, έχοντας επιλέξει το μικρότερο απ' τα [[δύο]] [[κακά]], σε Σοφ.· [[κακόν]] τι ἔρδειν ή <i>ῥέζειν τινά</i>, κάνω [[κακό]] ή [[βλάπτω]], [[προξενώ]] [[κακό]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κακὸν</i> (ή <i>κακὰ</i>) <i>ποιεῖν τινα</i>, σε Αττ.· <i>κακὰ κακῶν = τὰ κάκιστα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>[[κακά]]</i>, <i>τά</i>, επίσης άσχημα [[λόγια]], ύβρεις, επικρίσεις, κατηγορίες, σε Ηρόδ., Τραγ. <b>Γ.</b> ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ·<br /><b class="num">1.</b> [[ομαλός]] συγκρ., <i>[[κακώτερος]]</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· [[αλλά]] [[ποτέ]] σε Αττ.· ανώμ. [[κακίων]], <i>-ον</i> (με <i>-ῐ</i>), σε Όμηρ. (με <i>ῑ</i>), σε Αττ.<br /><b class="num">2.</b> υπερθ., [[κάκιστος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] και τα [[χείρων]], [[χείριστος]] και τα [[ἥσσων]], [[ἥκιστος]], χρησιμ. επίσης ως συγκρ. και υπερθ. <b>Δ.</b> Επίρρ. [[κακῶς]], Λατ. [[male]], [[κακώς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[κακῶς]] ποιεῖν τινα, [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον άσχημα· [[κακῶς]] ποιεῖν τινά τι, [[προξενώ]] σε κάποιον [[βλάβη]], σε Αττ.· [[κακῶς]] πράσσειν, ζω άσχημα, [[δυστυχώ]], σε Αισχύλ.· [[κακῶς]] πάσχειν, στον ίδ.· [[κακῶς]] γίγνεταί τινι, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]] ἐκπέφευγα, Λατ. [[vix]] denum effugi, σε Δημ.· συγκρ. [[κάκιον]], σε Ηρόδ., Αττ.· υπερθ. <i>κάκιστα</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>Ε.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· όταν προστίθεται σε λέξεις που ήδη σημαίνουν [[κάτι]] [[κακό]], επιτείνει αυτή την [[έννοια]], όπως στο <i>κακο-πινής</i>· [[αλλά]] όταν προτίθεται σε λέξεις που σημαίνουν [[κάτι]] καλό, δηλώνει μικρή [[ποσότητα]] [[αυτού]] του καλού, όπως στο <i>[[κακό]]-δοξος</i>. Ενίοτε παρουσιάζεται [[απλώς]] ως επίθ. που συμφωνεί με το ουσ. με το οποίο συνδέεται, οπως στα <i>Κακοΐλιος</i> αντί κακὴ [[Ἴλιος]], <i>κακόνυμφας</i> αντί κακὸς [[νύμφιος]].
|lsmtext='''κᾰκός:''' -ή, -όν, [[κακός]], Λατ. [[malus]]·<br /><b class="num">Α.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">I. 1.</b> αντίθ. προς το [[καλός]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς τα [[ἀγαθός]], [[ἐσθλός]], ο ταπεινής καταγωγής, [[φτωχός]], [[ταπεινός]], [[άθλιος]], [[άσημος]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[άνανδρος]], [[δειλός]], [[πρόστυχος]], [[χυδαίος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> ο [[κακός]] στο είδος του, δηλ. [[ανάξιος]], [[μηδαμινός]], [[ελεεινός]], κ. [[ἀλήτης]], [[άθλιος]] [[επαίτης]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[ἰατρός]], σε Αισχύλ.· κ. [[ναύτης]], σε Ευρ.· πάντα [[κακός]], [[κακός]] σε όλα τα πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακὸςγνώμην</i>, σε Σοφ.· με απαρ., <i>κακὸς μανθάνειν</i>, [[κακός]] στη [[μάθηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[πονηρός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θάνατο, [[ασθένεια]], νόσο κ.λπ.· [[κακός]], [[οδυνηρός]], [[ολέθριος]], [[μοιραίος]], σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για οιωνούς, [[άσχημος]], [[δυσμενής]], σε Αττ.· λέγεται για λόγους, [[αισχρός]], [[υβριστικός]], σε Σοφ.· κ. [[ποιμήν]], δηλ. η [[θύελλα]], σε Αισχύλ.<b>Β.</b> [[κακόν]], <i>τό</i> και <i>[[κακά]]</i>, <i>τά</i>· ως ουσ., [[δυστυχία]], [[κακά]], συμφορές, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν</i>, έχοντας επιλέξει το μικρότερο απ' τα [[δύο]] [[κακά]], σε Σοφ.· [[κακόν]] τι ἔρδειν ή <i>ῥέζειν τινά</i>, κάνω [[κακό]] ή [[βλάπτω]], [[προξενώ]] [[κακό]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κακὸν</i> (ή <i>κακὰ</i>) <i>ποιεῖν τινα</i>, σε Αττ.· <i>κακὰ κακῶν = τὰ κάκιστα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>[[κακά]]</i>, <i>τά</i>, επίσης άσχημα [[λόγια]], ύβρεις, επικρίσεις, κατηγορίες, σε Ηρόδ., Τραγ. <b>Γ.</b> ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ·<br /><b class="num">1.</b> [[ομαλός]] συγκρ., <i>[[κακώτερος]]</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· [[αλλά]] [[ποτέ]] σε Αττ.· ανώμ. [[κακίων]], <i>-ον</i> (με <i>-ῐ</i>), σε Όμηρ. (με <i>ῑ</i>), σε Αττ.<br /><b class="num">2.</b> υπερθ., [[κάκιστος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] και τα [[χείρων]], [[χείριστος]] και τα [[ἥσσων]], [[ἥκιστος]], χρησιμ. επίσης ως συγκρ. και υπερθ. <b>Δ.</b> Επίρρ. [[κακῶς]], Λατ. [[male]], [[κακώς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[κακῶς]] ποιεῖν τινα, [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον άσχημα· [[κακῶς]] ποιεῖν τινά τι, [[προξενώ]] σε κάποιον [[βλάβη]], σε Αττ.· [[κακῶς]] πράσσειν, ζω άσχημα, [[δυστυχώ]], σε Αισχύλ.· [[κακῶς]] πάσχειν, στον ίδ.· [[κακῶς]] γίγνεταί τινι, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]] ἐκπέφευγα, Λατ. [[vix]] denum effugi, σε Δημ.· συγκρ. [[κάκιον]], σε Ηρόδ., Αττ.· υπερθ. <i>κάκιστα</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>Ε.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· όταν προστίθεται σε λέξεις που ήδη σημαίνουν [[κάτι]] [[κακό]], επιτείνει αυτή την [[έννοια]], όπως στο <i>κακο-πινής</i>· [[αλλά]] όταν προτίθεται σε λέξεις που σημαίνουν [[κάτι]] καλό, δηλώνει μικρή [[ποσότητα]] [[αυτού]] του καλού, όπως στο <i>[[κακό]]-δοξος</i>. Ενίοτε παρουσιάζεται [[απλώς]] ως επίθ. που συμφωνεί με το ουσ. με το οποίο συνδέεται, οπως στα <i>Κακοΐλιος</i> αντί κακὴ [[Ἴλιος]], <i>κακόνυμφας</i> αντί κακὸς [[νύμφιος]].
}}
}}
{{elru
{{elru