Anonymous

κτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτάομαι:''' Ιων. [[κτέομαι]]· μέλ. <i>κτήσομαι</i> και <i>κεκτήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκτησάμην]], Επικ. <i>κτησάμην</i>· παρακ. [[κέκτημαι]] και [[ἔκτημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκτέαται]], ευκτ. <i>κεκτῄμην</i> ή <i>κεκτῴμην</i>· υπερσ. <i>ἐκεκτήμην</i> και [[κεκτήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἔκτεατο</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. <b>1. α)</b> [[προμηθεύομαι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατέχω]], σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, [[κερδίζω]] το μεροκάματό μου από [[κάτι]], σε Ηρόδ.· κ.[[χάριν]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], σε Σοφ.· <i>κ. φίλους</i>, <i>ἑταίρους</i>, στον ίδ. <b>β)</b> λέγεται για [[δεινά]], δυστυχίες, [[επιφέρω]], [[επισύρω]], [[υφίσταμαι]], [[προκαλώ]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κ. τινα πολέμιον</i>, τον [[καθιστώ]] τέτοιο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύομαι]] ή [[αποκτώ]] για κάποιον [[άλλο]], ἐμοὶ ἐκτήσατο [[κεῖνος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. <i>κεκτήσομαι</i>, έχω αποκτήσει, δηλ. [[κατέχω]], έχω, [[διαθέτω]], [[κρατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κεκτ. τινα σύμμαχον</i>, σε Ευρ.· λέγεται για [[δεινά]], <i>κεκτ. [[κακά]]</i>, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ὁ κεκτημένος</i>, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]], [[κύριος]], ως ουσ., ὁ [[ἐμοῦ]] κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐκτήθην</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[αποκτώμαι]], στον ίδ., σε Θουκ.
|lsmtext='''κτάομαι:''' Ιων. [[κτέομαι]]· μέλ. <i>κτήσομαι</i> και <i>κεκτήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκτησάμην]], Επικ. <i>κτησάμην</i>· παρακ. [[κέκτημαι]] και [[ἔκτημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκτέαται]], ευκτ. <i>κεκτῄμην</i> ή <i>κεκτῴμην</i>· υπερσ. <i>ἐκεκτήμην</i> και [[κεκτήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἔκτεατο</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. <b>1. α)</b> [[προμηθεύομαι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατέχω]], σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, [[κερδίζω]] το μεροκάματό μου από [[κάτι]], σε Ηρόδ.· κ. [[χάριν]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], σε Σοφ.· <i>κ. φίλους</i>, <i>ἑταίρους</i>, στον ίδ. <b>β)</b> λέγεται για [[δεινά]], δυστυχίες, [[επιφέρω]], [[επισύρω]], [[υφίσταμαι]], [[προκαλώ]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κ. τινα πολέμιον</i>, τον [[καθιστώ]] τέτοιο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύομαι]] ή [[αποκτώ]] για κάποιον [[άλλο]], ἐμοὶ ἐκτήσατο [[κεῖνος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. <i>κεκτήσομαι</i>, έχω αποκτήσει, δηλ. [[κατέχω]], έχω, [[διαθέτω]], [[κρατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κεκτ. τινα σύμμαχον</i>, σε Ευρ.· λέγεται για [[δεινά]], <i>κεκτ. [[κακά]]</i>, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ὁ κεκτημένος</i>, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]], [[κύριος]], ως ουσ., ὁ [[ἐμοῦ]] κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐκτήθην</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[αποκτώμαι]], στον ίδ., σε Θουκ.
}}
}}
{{grml
{{grml