Anonymous

ψιλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
mNo edit summary
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψῑλός:''' -ή, -όν, [[γυμνός]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ [[ἄροσις]], ακαλλιέργητη γή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πεδίον]] [[μέγα]] τε καὶ ψιλόν, σε Ηρόδ.· με γεν., <i>γῆ ψιλὴ δενδρέων</i>, γη γυμνή από δέντρα, στον ίδ.· ψιλὴ [[γεωργία]], [[καλλιέργεια]] της γης για [[παραγωγή]] σιταριού, αντίθ. προς το [[γεωργία]] πεφυτευμένη (δηλ. [[καλλιέργεια]] για αμπέλια και ελιές), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ζώα, ζώο [[γυμνό]] από «[[τρίχωμα]]» ή φτερά, [[γυμνό]], λείο, άτριχο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, [[χωρίς]] φτερά στο [[κεφάλι]], φαλακρά, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> γενικά, [[γυμνός]], [[ακάλυπτος]], <i>ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν</i>, σε Σοφ.· με γεν., [[γυμνός]] από..., στερημένος από, ψιλὴ σώματος [[οὖσα]] (ἡ [[ψυχή]]), σε Πλάτ. <b>β)</b> [[γυμνός]], στερημένος από προσαρτήματα, ψιλὴ [[τρόπις]], γυμνή [[καρίνα]], με τις σανίδες βγαλμένες από αυτήν, σε Ομήρ. Οδ.· ψ.[[θρίδαξ]], [[μαρούλι]] με κομμένα τα πλάγια φύλλα του, σε Ηρόδ.· <i>ψιλαὶ μάχαιραι</i>, μόνο μαχαίρια [[χωρίς]] άλλα όπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ψιλοί</i> (ενν. [[τῶν]] ὅπλων), στρατιώτες [[χωρίς]] [[βαρύ]] οπλισμό, [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, όπως οι τοξότες και οι σφενδονήτες, αντίθ. προς το <i>ὁπλῖται</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ψιλόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, σε Ξεν.· <i>ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν</i>, έχοντας [[γυμνό]] το [[κεφάλι]], [[χωρίς]] [[κράνος]] ή [[περικεφαλαία]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. ψιλὸς [[λόγος]], [[γυμνός]] [[λόγος]], δηλ. [[πεζός]] [[λόγος]], αντίθ. προς την [[ποίηση]] που περιβάλλεται από μέτρο, σε Πλάτ.· επίσης, ψιλὸς [[λόγος]], [[απλός]] [[λόγος]], [[απλός]] [[ισχυρισμός]] που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ψιλὴποίησις</i>, απλή [[ποίηση]], [[χωρίς]] [[μουσική]], δηλ. επική [[ποίηση]], αντίθ. προς τη λυρική, σε Πλάτ.· [[αλλά]], ψιλὴ [[μουσική]], [[μουσική]] με όργανα, [[χωρίς]] να συνοδεύεται από ωδή, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> ο Οιδίποδας φαίνεται να αποκαλούσε την Αντιγόνη ψιλὸν [[ὄμμα]], [[καθώς]] ήταν το μόνο [[μάτι]] (δηλ. ο [[μόνος]] [[άνθρωπος]]) που του είχε απομείνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ψιλῶς]], [[απλώς]], μόνο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ψῑλός:''' -ή, -όν, [[γυμνός]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ [[ἄροσις]], ακαλλιέργητη γή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πεδίον]] [[μέγα]] τε καὶ ψιλόν, σε Ηρόδ.· με γεν., <i>γῆ ψιλὴ δενδρέων</i>, γη γυμνή από δέντρα, στον ίδ.· ψιλὴ [[γεωργία]], [[καλλιέργεια]] της γης για [[παραγωγή]] σιταριού, αντίθ. προς το [[γεωργία]] πεφυτευμένη (δηλ. [[καλλιέργεια]] για αμπέλια και ελιές), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ζώα, ζώο [[γυμνό]] από «[[τρίχωμα]]» ή φτερά, [[γυμνό]], λείο, άτριχο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, [[χωρίς]] φτερά στο [[κεφάλι]], φαλακρά, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> γενικά, [[γυμνός]], [[ακάλυπτος]], <i>ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν</i>, σε Σοφ.· με γεν., [[γυμνός]] από..., στερημένος από, ψιλὴ σώματος [[οὖσα]] (ἡ [[ψυχή]]), σε Πλάτ. <b>β)</b> [[γυμνός]], στερημένος από προσαρτήματα, ψιλὴ [[τρόπις]], γυμνή [[καρίνα]], με τις σανίδες βγαλμένες από αυτήν, σε Ομήρ. Οδ.· ψ. [[θρίδαξ]], [[μαρούλι]] με κομμένα τα πλάγια φύλλα του, σε Ηρόδ.· <i>ψιλαὶ μάχαιραι</i>, μόνο μαχαίρια [[χωρίς]] άλλα όπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ψιλοί</i> (ενν. [[τῶν]] ὅπλων), στρατιώτες [[χωρίς]] [[βαρύ]] οπλισμό, [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, όπως οι τοξότες και οι σφενδονήτες, αντίθ. προς το <i>ὁπλῖται</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ψιλόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, σε Ξεν.· <i>ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν</i>, έχοντας [[γυμνό]] το [[κεφάλι]], [[χωρίς]] [[κράνος]] ή [[περικεφαλαία]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. ψιλὸς [[λόγος]], [[γυμνός]] [[λόγος]], δηλ. [[πεζός]] [[λόγος]], αντίθ. προς την [[ποίηση]] που περιβάλλεται από μέτρο, σε Πλάτ.· επίσης, ψιλὸς [[λόγος]], [[απλός]] [[λόγος]], [[απλός]] [[ισχυρισμός]] που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ψιλὴποίησις</i>, απλή [[ποίηση]], [[χωρίς]] [[μουσική]], δηλ. επική [[ποίηση]], αντίθ. προς τη λυρική, σε Πλάτ.· [[αλλά]], ψιλὴ [[μουσική]], [[μουσική]] με όργανα, [[χωρίς]] να συνοδεύεται από ωδή, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> ο Οιδίποδας φαίνεται να αποκαλούσε την Αντιγόνη ψιλὸν [[ὄμμα]], [[καθώς]] ήταν το μόνο [[μάτι]] (δηλ. ο [[μόνος]] [[άνθρωπος]]) που του είχε απομείνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ψιλῶς]], [[απλώς]], μόνο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru