Anonymous

ἱερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερός:''' -ά, -όν και ός, όν, Ιων. και ποιητ. [[τύπος]] [[ἱρός]], -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[υπεράνθρωπος]], [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], [[θεϊκός]], [[εξαίσιος]], [[θαυμάσιος]], σε Όμηρ.· [[συχνά]], χρησιμ. όπως το [[θεσπέσιος]], για να εκφράσει θαυμασμό, [[δέος]] ή [[έκπληξη]]· ἱερὸν [[τέλος]], ἱερὸς [[στρατός]], ένδοξο, λαμπρό [[στράτευμα]], στον ίδ.· ἱερὸς [[δίφρος]], εξαίσιο, λαμπρό [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· οὐχ [[ἱερόν]], [[καθόλου]] σημαντικό [[ζήτημα]], ανάξιο λόγου, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]], [[άγιος]], Λατ. [[sacer]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἱερὸς [[πόλεμος]], [[ιερός]], καθαγιασμένος [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] [[εναντίον]] ιεροσύλων, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἱρὰ γράμματα</i>, = <i>ἱερογλυφικά</i>, σε Ηρόδ.· ἱερὸν τὸ [[σῶμα]] τῷ Θεῷ διδόναι, λέγεται για κάποιον που αφιερώνεται στον θεό, σε Ευρ.· ἱερὸς [[νόμος]], ο [[νόμος]] [[περί]] της θυσίας, σε Δημ.· λέγεται για τους Ρωμαίους δημάρχους = [[sacrosanctus]], [[απαραβίαστος]], σε Πλούτ.· αντί <i>ἱερὰ καὶ ὅσια</i>, βλ. [[ὅσιος]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για βασιλιάδες, ήρωες, κ.λπ., και για την [[αντίληψη]] ότι οι θεοί [[τούς]] προστατεύουν, σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ.: <b>1.[[ἱερά]]</b>, Ιων. ἱρά, <i>τά</i>, προσφορές, θυσίες, θύματα· <i>ἱερὰ ῥέζειν</i>, Λατ. [[sacra]] facere, operari, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἱερὰ ἔρδειν</i>, σε Ησίοδ.· [[θῦσαι]] ἱρά, σε Ηρόδ.· [[μετά]] τον Όμηρο, δηλώνει τα [[εντόσθια]] του θυσιασθέντος σφαγίου από τα οποία πραγματοποιούσαν την [[οιωνοσκοπία]]· <i>τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν</i>, σε Ξεν.· ή [[απλώς]], <i>τὰ ἱερὰ γίγνεται</i>, στον ίδ.· γενικά, ιερά πράγματα ή ιερές τελετές, Λατ. [[sacra]], σε Ηρόδ. <b>2.[[ἱερόν]]</b>, Ιων. [[ἱρόν]], <i>τό</i>, [[ιερός]] [[χώρος]], [[τόπος]], [[ναός]], στον ίδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἱρὸν τῆς δίκης</i>, [[ιερή]] [[αρχή]] του δικαίου, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b>ειδικές εκφράσεις:<br /><b class="num">1.</b> ἱερὸς [[λόχος]], βλ. [[λόχος]] I. 4.<br /><b class="num">2.</b> ἱερὰ [[νόσος]], <i>ἡ</i>, [[επιληψία]], [[λέπρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> ἡ ἱερὰ [[ὁδός]], [[ιερός]] [[δρόμος]] που οδηγούσε προς τους Δελφούς, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> ἡ [[ἱερά]] (ενν. [[τριήρης]]), λέγεται για το [[πλοίο]] που οι Αθηναίοι έστελναν στη Δήλο, δηλ. [[είτε]] για τη Σαλαμινία [[είτε]] για την Παράλο, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> ἱερὰ [[νῆσος]], [[μία]] [[νήσος]] από το [[συγκρότημα]] των Λιπαραίων νήσων, σε Θουκ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ἱερῶς]], ιερά, [[άγια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἱερός:''' -ά, -όν και ός, όν, Ιων. και ποιητ. [[τύπος]] [[ἱρός]], -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[υπεράνθρωπος]], [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], [[θεϊκός]], [[εξαίσιος]], [[θαυμάσιος]], σε Όμηρ.· [[συχνά]], χρησιμ. όπως το [[θεσπέσιος]], για να εκφράσει θαυμασμό, [[δέος]] ή [[έκπληξη]]· ἱερὸν [[τέλος]], ἱερὸς [[στρατός]], ένδοξο, λαμπρό [[στράτευμα]], στον ίδ.· ἱερὸς [[δίφρος]], εξαίσιο, λαμπρό [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· οὐχ [[ἱερόν]], [[καθόλου]] σημαντικό [[ζήτημα]], ανάξιο λόγου, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]], [[άγιος]], Λατ. [[sacer]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἱερὸς [[πόλεμος]], [[ιερός]], καθαγιασμένος [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] [[εναντίον]] ιεροσύλων, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἱρὰ γράμματα</i>, = <i>ἱερογλυφικά</i>, σε Ηρόδ.· ἱερὸν τὸ [[σῶμα]] τῷ Θεῷ διδόναι, λέγεται για κάποιον που αφιερώνεται στον θεό, σε Ευρ.· ἱερὸς [[νόμος]], ο [[νόμος]] [[περί]] της θυσίας, σε Δημ.· λέγεται για τους Ρωμαίους δημάρχους = [[sacrosanctus]], [[απαραβίαστος]], σε Πλούτ.· αντί <i>ἱερὰ καὶ ὅσια</i>, βλ. [[ὅσιος]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για βασιλιάδες, ήρωες, κ.λπ., και για την [[αντίληψη]] ότι οι θεοί [[τούς]] προστατεύουν, σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ.: <b>1. [[ἱερά]]</b>, Ιων. ἱρά, <i>τά</i>, προσφορές, θυσίες, θύματα· <i>ἱερὰ ῥέζειν</i>, Λατ. [[sacra]] facere, operari, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἱερὰ ἔρδειν</i>, σε Ησίοδ.· [[θῦσαι]] ἱρά, σε Ηρόδ.· [[μετά]] τον Όμηρο, δηλώνει τα [[εντόσθια]] του θυσιασθέντος σφαγίου από τα οποία πραγματοποιούσαν την [[οιωνοσκοπία]]· <i>τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν</i>, σε Ξεν.· ή [[απλώς]], <i>τὰ ἱερὰ γίγνεται</i>, στον ίδ.· γενικά, ιερά πράγματα ή ιερές τελετές, Λατ. [[sacra]], σε Ηρόδ. <b>2. [[ἱερόν]]</b>, Ιων. [[ἱρόν]], <i>τό</i>, [[ιερός]] [[χώρος]], [[τόπος]], [[ναός]], στον ίδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἱρὸν τῆς δίκης</i>, [[ιερή]] [[αρχή]] του δικαίου, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b>ειδικές εκφράσεις:<br /><b class="num">1.</b> ἱερὸς [[λόχος]], βλ. [[λόχος]] I. 4.<br /><b class="num">2.</b> ἱερὰ [[νόσος]], <i>ἡ</i>, [[επιληψία]], [[λέπρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> ἡ ἱερὰ [[ὁδός]], [[ιερός]] [[δρόμος]] που οδηγούσε προς τους Δελφούς, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> ἡ [[ἱερά]] (ενν. [[τριήρης]]), λέγεται για το [[πλοίο]] που οι Αθηναίοι έστελναν στη Δήλο, δηλ. [[είτε]] για τη Σαλαμινία [[είτε]] για την Παράλο, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> ἱερὰ [[νῆσος]], [[μία]] [[νήσος]] από το [[συγκρότημα]] των Λιπαραίων νήσων, σε Θουκ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ἱερῶς]], ιερά, [[άγια]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru