Anonymous

ἀντί: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[αντίς]] <b>πρόθ.</b> (AM [[ἀντί]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απέναντι]], [[αντίκρυ]]<br />«στάθηκε [[αντί]] στο πέλαγο κι [[αντί]] στ' άγριο το [[κύμα]]» (δημοτ. τραγ.)<br />«μηδ' ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῖν» (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[αντάλλαγμα]], σε [[αντικατάσταση]]<br />«παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον» (<b>Ηρόδ.</b>) «[[αντί]] [[μετρητά]] του έδωσα τρόφιμα»<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) σε [[αναπλήρωση]]<br />«παρέστη [[αντί]] του υπουργού», «οὐκ ἄν τις οὔτ' ἔμαρψεν [[ἄλλος]] ἀντ' ἐμοῦ» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> σε [[ανταπόδοση]]<br />«[[αντί]] [[κακό]] κάνε καλό», «ἀντὶ τῶν πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπολαῡσαι» <b>(Πλατ.)</b><br /><b>5.</b> σε [[έκφραση]] αντίθεσης [[προς]] το συνηθισμένο, το [[φυσικό]] ή αναμενόμενο. «[[αντί]] [[παπάς]] [[καντηλανάφτης]]», «ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο» <b>(Όμηρ.)</b><br /><b>6.</b> σε [[έκφραση]] της ισοδύναμης ή καταβαλλόμενης [[τιμής]] για [[κάτι]]<br />«[[τρεις]] τόμοι [[αντί]] χιλίων δραχμών», «ἀντὶ ταλάντου πριάμενος» <b>(Θεμίστ.)</b><br /><b>7.</b> σε έκφρ. σύγκρισης «[[αντί]] [[πλούσιος]] και [[άτιμος]] [[κάλλιο]] [[φτωχός]] και [[τίμιος]]» «ἕν ἀνθ' ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἐγὼ θείην» <b>(Πλ.)</b><br /><b>μσν.</b><br />«ὁ ἀντὶς [[δῆμος]]» — η [[μερίδα]] η αντίθετη από [[εκείνη]] που είχε την [[προτίμηση]] του κοινού στους αγώνες του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όπισθεν, [[πίσω]]<br />2.[[προς]] [[δήλωση]] του ισοδύναμου, υπέρτερου ή προτιμητέου<br />«ὅν ἀγώνα ἐγώ [[φημί]] ἀντὶ πάντων τῶν [[ἐνθάδε]] ἀγώνων [[εἶναι]]»<br /><b>3.</b> [[προς]] [[έκφραση]] αιτίας ή σκοπού<br />«τίδ' ἔστιν ἀνθ' οὗ ἔχεις ἀθυμίαν;» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> για [[χάρη]] κάποιου<br />5.πλεοναστικά [[εμπρός]] από β' όρο σύγκρισης. «καὶ μεῑζον [[ὅστις]] ἀντὶ τῆς [[αὑτοῦ]] πάτρας φίλον νομίζει τοῦτον οὐδαμοῦ [[λέγω]]» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αντί]], που επικράτησε του [[άντα]], χρησιμοποιήθηκε τόσο ως προρρηματικό όσο και ως [[πρόθεση]]. Πρόκειται για τοπική [[πτώση]] αρχικού ριζικού θέματος <i>αντ</i>-, με βασικές σημασίες «ενώπιον, [[έναντι]], [[μπροστά]]» και «[[έναντι]], [[απέναντι]]» όταν συντάσσεται με γεν., ενώ σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιείται και με [[έννοια]] χρονική, διανεμητική. Ετυμολογικά συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>anti</i> <b>επίρρ.</b> «[[απέναντι]], [[μπροστά]], [[κοντά]]», χεττ. <i>hanti</i>, λατ. <i>ante</i> κ.ά. Ο νεοελλ. τ. [[αντίς]] προέκυψε αναλογικά [[προς]] το [[χωρίς]]<br />πιθ. [[κατά]] την [[έκφραση]] «[[χωρίς]] να» προήλθε το «[[αντίς]] να», με [[επέκταση]] και σε άλλες χρήσεις. Στη νεοελληνική χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κυρίως]] [[αντικατάσταση]], [[αναπλήρωση]], συντασσόμενο [[είτε]] με γενική [[είτε]], συχνότερα, από κοινού με την [[πρόθεση]] <i>για</i> ([[αντί]] για</i>) ([[πρβλ]]. «[[αντί]] για τον πρόεδρο ο [[γενικός]] [[γραμματέας]]»). Το [[αντί]] χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό επιρρημάτων: [[έναντι]] (Κρητ. [[ίναντι]]), [[απέναντι]], [[κατέναντι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντίος]], [[αντιάω]]].<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[ἀντίον]])<br /><b>1.</b> κυλινδρικό [[ξύλο]] του αργαλιού, στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]] ο αργαλιός. ([[πρβλ]]. [[αντίος]]).
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[αντίς]] <b>πρόθ.</b> (AM [[ἀντί]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απέναντι]], [[αντίκρυ]]<br />«στάθηκε [[αντί]] στο πέλαγο κι [[αντί]] στ' άγριο το [[κύμα]]» (δημοτ. τραγ.)<br />«μηδ' ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῖν» (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[αντάλλαγμα]], σε [[αντικατάσταση]]<br />«παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον» (<b>Ηρόδ.</b>) «[[αντί]] [[μετρητά]] του έδωσα τρόφιμα»<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) σε [[αναπλήρωση]]<br />«παρέστη [[αντί]] του υπουργού», «οὐκ ἄν τις οὔτ' ἔμαρψεν [[ἄλλος]] ἀντ' ἐμοῦ» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> σε [[ανταπόδοση]]<br />«[[αντί]] [[κακό]] κάνε καλό», «ἀντὶ τῶν πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπολαῡσαι» <b>(Πλατ.)</b><br /><b>5.</b> σε [[έκφραση]] αντίθεσης [[προς]] το συνηθισμένο, το [[φυσικό]] ή αναμενόμενο. «[[αντί]] [[παπάς]] [[καντηλανάφτης]]», «ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο» <b>(Όμηρ.)</b><br /><b>6.</b> σε [[έκφραση]] της ισοδύναμης ή καταβαλλόμενης [[τιμής]] για [[κάτι]]<br />«[[τρεις]] τόμοι [[αντί]] χιλίων δραχμών», «ἀντὶ ταλάντου πριάμενος» <b>(Θεμίστ.)</b><br /><b>7.</b> σε έκφρ. σύγκρισης «[[αντί]] [[πλούσιος]] και [[άτιμος]] [[κάλλιο]] [[φτωχός]] και [[τίμιος]]» «ἕν ἀνθ' ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἐγὼ θείην» <b>(Πλ.)</b><br /><b>μσν.</b><br />«ὁ ἀντὶς [[δῆμος]]» — η [[μερίδα]] η αντίθετη από [[εκείνη]] που είχε την [[προτίμηση]] του κοινού στους αγώνες του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όπισθεν, [[πίσω]]<br />2. [[προς]] [[δήλωση]] του ισοδύναμου, υπέρτερου ή προτιμητέου<br />«ὅν ἀγώνα ἐγώ [[φημί]] ἀντὶ πάντων τῶν [[ἐνθάδε]] ἀγώνων [[εἶναι]]»<br /><b>3.</b> [[προς]] [[έκφραση]] αιτίας ή σκοπού<br />«τίδ' ἔστιν ἀνθ' οὗ ἔχεις ἀθυμίαν;» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> για [[χάρη]] κάποιου<br />5.πλεοναστικά [[εμπρός]] από β' όρο σύγκρισης. «καὶ μεῑζον [[ὅστις]] ἀντὶ τῆς [[αὑτοῦ]] πάτρας φίλον νομίζει τοῦτον οὐδαμοῦ [[λέγω]]» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αντί]], που επικράτησε του [[άντα]], χρησιμοποιήθηκε τόσο ως προρρηματικό όσο και ως [[πρόθεση]]. Πρόκειται για τοπική [[πτώση]] αρχικού ριζικού θέματος <i>αντ</i>-, με βασικές σημασίες «ενώπιον, [[έναντι]], [[μπροστά]]» και «[[έναντι]], [[απέναντι]]» όταν συντάσσεται με γεν., ενώ σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιείται και με [[έννοια]] χρονική, διανεμητική. Ετυμολογικά συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>anti</i> <b>επίρρ.</b> «[[απέναντι]], [[μπροστά]], [[κοντά]]», χεττ. <i>hanti</i>, λατ. <i>ante</i> κ.ά. Ο νεοελλ. τ. [[αντίς]] προέκυψε αναλογικά [[προς]] το [[χωρίς]]<br />πιθ. [[κατά]] την [[έκφραση]] «[[χωρίς]] να» προήλθε το «[[αντίς]] να», με [[επέκταση]] και σε άλλες χρήσεις. Στη νεοελληνική χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κυρίως]] [[αντικατάσταση]], [[αναπλήρωση]], συντασσόμενο [[είτε]] με γενική [[είτε]], συχνότερα, από κοινού με την [[πρόθεση]] <i>για</i> ([[αντί]] για</i>) ([[πρβλ]]. «[[αντί]] για τον πρόεδρο ο [[γενικός]] [[γραμματέας]]»). Το [[αντί]] χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό επιρρημάτων: [[έναντι]] (Κρητ. [[ίναντι]]), [[απέναντι]], [[κατέναντι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντίος]], [[αντιάω]]].<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[ἀντίον]])<br /><b>1.</b> κυλινδρικό [[ξύλο]] του αργαλιού, στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]] ο αργαλιός. ([[πρβλ]]. [[αντίος]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm