Anonymous

χεῖλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χεῖλος:''' -εος, Δωρ. χῆλος, Αιολ. [[χέλλος]], τό, γεν. πληθ. <i>χειλῶν</i>, ποιητ. δοτ. <i>χείλεσσι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χείλος]], Λατ.[[labrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., <i>χείλεσι γελᾶν</i>, [[γελάω]] με τα χείλη μόνο, [[χαμογελώ]], [[μειδιώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· χείλεα [[μέν]] τ' ἐδίην' ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν, έβρεξε τα χείλη, [[αλλά]] όχι τον ουρανίσκο, δηλ. ήπιε με [[φειδώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀπὸ χειλέων</i>, αντίθ. προς το <i>ἀπὸ καρδίας</i>, «με τη [[βοήθεια]] των χειλιών», σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πουλιά, [[ράμφος]], [[μύτη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., για πράγματα, [[άκρη]], [[χείλος]] κυπέλλου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· χρησιμ. για τάφο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''χεῖλος:''' -εος, Δωρ. χῆλος, Αιολ. [[χέλλος]], τό, γεν. πληθ. <i>χειλῶν</i>, ποιητ. δοτ. <i>χείλεσσι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χείλος]], Λατ. [[labrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., <i>χείλεσι γελᾶν</i>, [[γελάω]] με τα χείλη μόνο, [[χαμογελώ]], [[μειδιώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· χείλεα [[μέν]] τ' ἐδίην' ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν, έβρεξε τα χείλη, [[αλλά]] όχι τον ουρανίσκο, δηλ. ήπιε με [[φειδώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀπὸ χειλέων</i>, αντίθ. προς το <i>ἀπὸ καρδίας</i>, «με τη [[βοήθεια]] των χειλιών», σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πουλιά, [[ράμφος]], [[μύτη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., για πράγματα, [[άκρη]], [[χείλος]] κυπέλλου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· χρησιμ. για τάφο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{elru