Anonymous

ομιλητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(28)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμιλητικός]], -ή, -όν) [[ομιλώ]]<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει [[μαζί]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ομιλητική</i><br />η [[τέχνη]] του ομιλητή, του αγορητή<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ομιλητική</i><br />[[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογικής επιστήμης το οποίο αναφέρεται στη [[θεωρία]] και στην [[τεχνική]] του θείου κηρύγματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμιλητικαὶ διηγήσεις» — οι αφηγηματικές ομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὁμιλητικόν</i><br />η [[χαρά]] της συναναστροφής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[γνώρισμα]] εκείνου που συναναστρέφεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομιλητικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ ὁμιλητικῶς)<br />με ομιλητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμιλητικός]], -ή, -όν) [[ομιλώ]]<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει [[μαζί]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ομιλητική</i><br />η [[τέχνη]] του ομιλητή, του αγορητή<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ομιλητική</i><br />[[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογικής επιστήμης το οποίο αναφέρεται στη [[θεωρία]] και στην [[τεχνική]] του θείου κηρύγματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμιλητικαὶ διηγήσεις» — οι αφηγηματικές ομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὁμιλητικόν</i><br />η [[χαρά]] της συναναστροφής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[γνώρισμα]] εκείνου που συναναστρέφεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομιλητικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ ὁμιλητικῶς)<br />με ομιλητικό τρόπο.
}}
{{trml
|trtx====talkative===
Arabic: ثَرْثَار‎; Armenian: խոսուն, լեզվանի; Aromanian: limbutsescu, limbar; Azerbaijani: söhbətcil; Belarusian: гаварлі́вы, гаваркі́, размоўны; Bulgarian: приказлив, словоохотлив, разговорлив; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴; Czech: upovídaný, povídavý; Danish: snaksom,snaksaglig; Dutch: [[spraakzaam]], [[praatgraag]], [[babbelziek]]; English: [[chatty]], [[gabby]], [[loquacious]], [[outgoing]], [[talksome]], [[outspoken]]; Esperanto: parolema; Finnish: puhelias, suulas, suupaltti; French: [[bavard]], [[loquace]]; Galician: falador, paroleiro, faladeiro; German: [[gesprächig]], [[redselig]]; Greek: [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[λαλίστατος]]; Ancient Greek: [[λάλος]]; Hebrew: דברן‎, פטפטן‎, פטפטני‎; Hungarian: beszédes, bőbeszédű; Icelandic: málglaður, skrafhreifinn; Ido: babilema; Indonesian: banyak omong; Irish: béalráiteach; Italian: [[loquace]], [[chiacchierino]], [[garrulo]]; Japanese: おしゃべり好きな; Javanese: cangkeman; Kapampangan: malabit; Korean: 수다스럽다; Kurdish Central Kurdish: زمان پاراو‎; Latin: [[loquax]], [[garrulus]], [[multiloquus]]; Latvian: runīgs, valodīgs, mutīgs, pļāpīgs; Luxembourgish: gespréicheg; Macedonian: разговорлив; Malayalam: വാചാലം; Maori: kōtetetete, matakuikui, hautete, whakapūkahu; Norwegian Bokmål: pratsom; Nynorsk: pratsam; Polish: gadatliwy, rozmowny; Portuguese: [[falador]], [[falante]], [[conversador]], [[tagarela]]; Romanian: vorbăreț, flecar, limbut, guraliv, gureș; Russian: [[разговорчивый]], [[словоохотливый]], [[болтливый]], [[беседливый]], [[говорливый]], [[гаваркі]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљав, прѝчљив, гово̀рљив; Roman: bȑbljav, prìčljiv, govòrljiv; Slovak: ukecaný, utáraný, zhovorčivý; Slovene: zgovoren, klepetav; Spanish: [[hablador]], [[conversador]]; Swedish: pratglad, pratsam; Tatar: сүзчән; Turkish: konuşkan, şapır; Ukrainian: балакучий, говіркий, балакливий, говірливий, розмовний; Volapük: spikotälik; Welsh: siaradus, chwedleugar
===loquacious===
Aromanian: limbutsescu, limbar, zburyearcu, lafãzan; Bulgarian: бъбрив; Catalan: loquaç; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴, 多嘴; Czech: povídavý; Dutch: [[praatziek]], [[praatgraag]]; Finnish: puhelias, suulas; French: [[loquace]]; German: [[gesprächig]], [[redselig]], [[geschwätzig]], [[schwatzhaft]]; Greek: [[ομιλητικός]]; Ancient Greek: [[λάλος]], [[πολύλογος]], [[τανύγλωσσος]]; Irish: teangach, béalach; Italian: [[loquace]]; Japanese: 多弁な; Latin: [[loquax]], [[garrulus]]; Macedonian: зборлив, благоглаголив; Maori: tātākī, pukukōrero, kōtetetete; Mongolian: ам задгай; Norwegian: plaprende; Polish: gadatliwy; Portuguese: [[loquaz]]; Romanian: vorbăreț, limbut, flecar, gureș, guraliv; Russian: [[словоохотливый]], [[разговорчивый]], [[говорливый]], [[болтливый]]; Scottish Gaelic: beulach, bruithneach, labhairteach, gobach. cabach; Serbo-Croatian Cyrillic: причљив; Roman: pričljiv; Spanish: [[locuaz]]; Swedish: pratsam; Turkish: konuşgan, geveze; Volapük: spikotälik, spikodiälik
}}
}}