3,276,932
edits
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀρτέμων" to "Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[τροχαλία]] και [[τροχιλία]], η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. [[τροχιλέα]] και [[τροχιλεία]] και [[τροχηλία]] και [[τροχελλέα]] και [[τροχειλέα]] και [[τροχιλλέα]] και [[τροχαρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[τροχός]] που περιστρέφεται ελεύθερα [[γύρω]] από άξονα και έχει αυλακωτή ή [[λεία]] [[στεφάνη]] όπου περιελίσσεται [[σχοινί]] για την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, [[καρούλι]], [[μακαράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχός]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος σε άξονα και του οποίου το [[σώτρο]] [[είναι]] διαμορφωμένο για να δέχεται εύκαμπτο ατέρμονα ιμάντα μέσω του οποίου μεταδίδει ή δέχεται περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (στον τ. [[τροχιλία]]) [[ονομασία]] που δίνεται σε ορισμένες αρθρικές επιφάνειες λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με τον [[παραπάνω]] τροχό (α. «[[τροχιλία]] του βραχιόνιου οστού» β. «[[τροχιλία]] του μηριαίου οστού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ελεύθερη [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] που στρέφεται [[γύρω]] από τον άξονά της ελεύθερα [[χωρίς]] να εξαναγκάζεται να παρακολουθήσει τον άξονα αυτό στην περιστροφική του [[κίνηση]] και [[χωρίς]] να μεταδίδει σε άξονα ή σε τροχό την [[κίνηση]] που μεταδίδεται σ' αυτήν<br />β) «πάγια [ή σταθερή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] [[σταθερά]] και αμετάθετα συνδεδεμένη με τον άξονά της<br />γ) «πολλαπλή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συνδυασμός]] περισσότερων τροχαλιών σε ένα ενιαίο [[σύστημα]]<br />δ) «βαθμιδωτή [ή κλιμακωτή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> όργανο μετάδοσης κινήσεως απαρτιζόμενο από πολλές ενωμένες τροχαλίες διαφορετικών διαμέτρων, το οποίο χρησιμοποιείται όταν η κινούμενη [[μηχανή]] απαιτεί διάφορες ταχύτητες λειτουργίας<br />ε) «εκτατή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διμερής]] [[τροχαλία]] συγκροτούμενη από [[ελαφρώς]] κωνικούς δίσκους, για [[χρήση]] με τραπεζοειδή ιμάντα, του οποίου η [[ακτίνα]] περιελίξεως μπορεί να μεταβληθεί με αξονική [[μετάθεση]] του ενός δίσκου<br />στ) «[[τροχαλία]] τανύσεως»<br /><b>τεχνολ.</b> ελεύθερη [[τροχαλία]] με την οποία επιτυγχάνεται η [[τοποθέτηση]] και [[τάνυση]] της ερπύστριας ερπυστριοφόρου οχήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] τινος τροχιλίας»<br /><b>μτφ.</b> με [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Η λ. απαντά με ποικίλες μορφές στην Αρχαία, από τις οποίες στη Νέα Ελληνική διατηρήθηκαν οι τ. [[τροχαλία]] και [[τροχιλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |