Anonymous

περιεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[περιεργάζω]] Μ [[περίεργος]]<br />[[ερευνώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά (α. «[[περιεργάζομαι]] το [[κόσμημα]]» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[περιεργάζω]]<br />[[αναζητώ]] προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπιάζω]] υπερβολικά, [[καταγίνομαι]] σε [[κάτι]] με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρομαι]] [[πάρα]] πολύ για [[κάτι]] («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ [[παιδίον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]] από [[περιέργεια]], [[επεμβαίνω]] στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ [[κοινῇ]] [[πάντα]] ἐνοχλούντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[ασκώ]] (α. «μὴ μαντεῑα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] μάταιες προσπάθειες («[[περιεργάζομαι]] τῷ οἰκιδίῳ» — [[μάταια]] [[δαπανώ]] για το [[σπίτι]], Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] την [[τιμή]] («[[περιεργάζομαι]] [[περί]] τῆς [[τιμῆς]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[περιεργάζω]] Μ [[περίεργος]]<br />[[ερευνώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά (α. «[[περιεργάζομαι]] το [[κόσμημα]]» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[περιεργάζω]]<br />[[αναζητώ]] προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπιάζω]] υπερβολικά, [[καταγίνομαι]] σε [[κάτι]] με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρομαι]] [[πάρα]] πολύ για [[κάτι]] («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ [[παιδίον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]] από [[περιέργεια]], [[επεμβαίνω]] στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ [[κοινῇ]] [[πάντα]] ἐνοχλούντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[ασκώ]] (α. «μὴ μαντεῖα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] μάταιες προσπάθειες («[[περιεργάζομαι]] τῷ οἰκιδίῳ» — [[μάταια]] [[δαπανώ]] για το [[σπίτι]], Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] την [[τιμή]] («[[περιεργάζομαι]] [[περί]] τῆς [[τιμῆς]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm