Anonymous

παρθενωπός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενωπός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη παρθένου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, [[θηλυπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λέξεις) [[κομψός]] («εὔφωνά τε βούλεται [[εἶναι]] [[πάντα]] ὀνόματα καὶ λεῑα καὶ [[μαλακά]] καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενωπός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη παρθένου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, [[θηλυπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λέξεις) [[κομψός]] («εὔφωνά τε βούλεται [[εἶναι]] [[πάντα]] ὀνόματα καὶ λεῖα καὶ [[μαλακά]] καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm