3,274,919
edits
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιά, -ύ και [[βαριός]], -ιά, -ό (AM [[βαρύς]], - | |mltxt=-ιά, -ύ και [[βαριός]], -ιά, -ό (AM [[βαρύς]], -εῖα, -ύ)<br />Ι. 1. αυτός που έχει [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]] («[[βαρύ]] [[χέρι]]», «χεῖρα βαρεῖαν»)<br /><b>3.</b> [[δυσβάστακτος]], [[επαχθής]] («[[βαρύ]] [[χρέος]]», «βαρεῖα ξυμφορά»)<br /><b>4.</b> (για [[οσμή]]) [[δυνατός]], [[δυσάρεστος]] («[[βαριά]] [[μυρωδιά]]», «οδμήν βαρέαν»)<br /><b>5.</b> [[αλαζονικός]], [[υπερήφανος]]<br /><b>6.</b> [[δύσκολος]], που απαιτεί κόπο και θυσίες («[[βαριά]] η καλογερική», «όρκος γάρ [[ουδείς]] ανδρί φηλήτη [[βαρύς]]»)<br /><b>7.</b> [[δεινός]], [[κρίσιμος]], [[επικίνδυνος]] («[[βαριά]] [[αρρώστια]]», «[[Κύπρις]] [[βαρεία]])<br /><b>8.</b> (για [[φαγητό]]) [[δύσπεπτος]]<br /><b>9.</b> [[δυσκίνητος]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>10.</b> (για ήχο) [[βαθύς]], [[χαμηλός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβλητικός]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]]<br /><b>3.</b> (για τον ύπνο) [[βαθύς]]<br /><b>4.</b> [[θλιμμένος]], πικραμένος («[[βαριά]] [[καρδιά]]»)<br /><b>5.</b> (για τον πόλεμο) [[σφοδρός]]<br /><b>6.</b> (για τον έρωτα) [[πανίσχυρος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>7.</b> [[πλούσιος]], [[βαθύπλουτος]] («[[βαρύς]] [[νοικοκύρης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[βαρύ]] το [[κεφάλι]] μου» — [[νιώθω]] [[βάρος]] στο [[κεφάλι]], έχω πόνο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[βαθιά]] [[εντύπωση]] («[[βαριά]] [[κατάρα]]»)<br /><b>3.</b> [[πυκνός]], όχι [[ελαφρός]] ή [[αραιός]] («[[βαρύς]] [[καφές]]», «[[βαρύ]] [[λάδι]]»)<br /><b>4.</b> (για το [[έδαφος]]) [[σκληρός]], που δύσκολα οργώνεται ή καλλιεργείται («[[βαρύ]] [[αμπέλι]]», «... [[χωράφι]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σοβαρός]], [[λιγόλογος]]<br /><b>6.</b> δυσαρεστημένος («μου κάνει τον [[βαρύ]]»)<br /><b>7.</b> ο [[βαρυκέφαλος]], ο [[δύσνους]]<br /><b>8.</b> [[ανθυγιεινός]], [[νοσηρός]] («[[βαρύ]] [[κλίμα]]», «[[βαρύς]] [[αέρας]]»)<br /><b>9.</b> [[μακροχρόνιος]] («[[βαρύ]] [[ταξίδι]]»)<br /><b>10.</b> [[πολύτιμος]] («[[βαρύ]] [[πράμα]]», «...ύφασμα», «... [[αμπέλι]]»)<br /><b>11.</b> (για ενδύματα) [[επίσημος]]<br /><b>12.</b> [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος («[[βαρύς]] [[γιατρός]]», «[[βαριά]] [[νοικοκυρά]]»)<br />II. 1. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[βαρεία]], η (AM βαρεῖα)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σημείο]] τονισμού που μπαίνει στη [[λήγουσα]] όταν δεν ακολουθεί [[στίξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. [[προσῳδία]]) [[χαρακτηρισμός]] της προφοράς των συλλαβών που δεν τονίζονται<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[βαριός]], η [[βαριά]], το βαριό (Μ [[βαρέα]], η)<br />η [[σφύρα]] του σιδηρουργού ή του λατόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[βαρύς]] ταυτίζεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με το αρχ. ινδ. <i>guru</i>-, αβ. <i>gouru</i>-, γοτθ. <i>kaurus</i> και ανάγεται στην ινδοευρ, [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-»[[βαρύς]]», της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], όπως ακριβώς και το [[βάρος]]. Μ' αυτά συνδέεται και το λατ. <i>gravis</i> «[[βαρύς]]» με [[θέμα]] σε -<i>i</i> και όχι [[τελείως]] σαφή [[βαθμίδα]] ρίζας]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |