3,274,916
edits
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιά, -ύ και παχιός, -ιά, -ιό / [[παχύς]], - | |mltxt=-ιά, -ύ και παχιός, -ιά, -ιό / [[παχύς]], -εῖα και ιων. τ. -έα, -ύ, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό [[πάχος]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ [[λίπος]] στο [[σώμα]] του, [[παχύσαρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μουστάκι]]) πυκνό<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]] αυτός που έχει μαγειρευθεί με πολύ [[λίπος]], [[βούτυρο]] ή [[λάδι]] («παχιά [[σούπα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παχύ</i><br />το λιπαρό [[μέρος]] του κρέατος σε [[αντίθεση]] με την [[καθαυτό]] [[σάρκα]], με το ψαχνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «παχύ [[έντερο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μέρος]] του εντέρου, μικρότερο σε [[μήκος]] [[αλλά]] πιο ευρύ από το [[λεπτό]], το κατώτερο [[τμήμα]] του, από την ειλεοτυφλική [[βαλβίδα]] έως τον πρωκτό, που διακρίνεται στο τυφλό με την σκωληκοειδή [[απόφυση]], στο [[κόλον]] και στο [[απευθυσμένο]], που αποτελεί και το [[τέλος]] του πεπτικού [[σωλήνα]]<br />β) «παχιά [[λόγια]]»<br /><b>μτφ.</b> α) πομπώδεις, ηχηρές εκφράσεις που προκαλούν [[εντύπωση]] [[αλλά]] δεν ανταποκρίνονται στην [[πραγματικότητα]]<br />β) κενές υποσχέσεις<br />γ) καυχησιολογίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για κρέατα και άλλα εδώδιμα) [[λιπώδης]], [[λιπαρός]] (α. «παχιά [[μπριζόλα]]» β. «παχύ [[τυρί]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πίτα]] και άλλα σχετικά εδέσματα) [[χοντρός]], ογκωδέστερος του συνηθισμένου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για υγρά) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[πυκνότητα]], [[παχύρρευστος]], [[πηχτός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τροφὴ παχεῖα» και «[[τροφή]] παχυτέρα» — [[τροφή]] που αποτελείται από [[κρέας]], ψάρια, αβγά, [[τυρί]] και άλλα εδώδιμα, [[τροφή]] αρτυμένη, και όχι νηστήσιμη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[στιβαρός]], [[ισχυρός]] («ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης» — στηρίχθηκε με το στιβαρό του [[χέρι]] στη γη, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δέντρα και και για άψυχα) [[χοντρός]], [[μεγάλος]], [[ογκώδης]]<br /><b>3.</b> (για ύφασμα) [[αδρός]], [[βαρύς]]<br /><b>4.</b> (για [[τρίχες]]) [[χοντρός]]<br /><b>5.</b> (για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει άφθονα εδέσματα, πλούσιο<br /><b>6.</b> (για νοσήματα) αυτός που οφείλεται σε [[φλεγμονή]]<br /><b>7.</b> (στην [[κωμωδία]] και πεζογρ.) α) [[μεγάλος]]<br />β) [[χοντροκέφαλος]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]], [[κουτός]]<br /><b>8.</b> (για λόγο) [[τραχύς]], [[βαρύς]]<br /><b>9.</b> (για περιφράσεις) [[ευρύς]], [[πλατύς]]<br /><b>10.</b> (για [[φλόγα]]) μαυρειδερή, με καπνό<br /><b>11.</b> (για γη) [[γόνιμος]], [[πλούσιος]], [[εύφορος]]<br /><b>12.</b> [[σάρκινος]], [[σαρκώδης]]<br /><b>13.</b> [[υλιστικός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια και [[καθόλου]] [[πνευματώδης]]<br /><b>14.</b> (για τη [[χροιά]] του ήχου) [[βαρύς]], [[βαθύς]]<br /><b>15.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>παχέα</i><br />βαθέως, [[δυνατά]] («[[κορώνη]] παχέα κρώζουσα»)<br />16) <b>φρ.</b> α) «παχὺς τὴν μνήμην» — [[αδύνατος]] στο [[μνημονικό]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />β) «παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς» — [[είναι]] [[κάπως]] βαρύκοος <b>(Ηλιόδ.)</b><br />γ) «παχεῖα [[δραχμή]]»<br />i) η αιγιναία [[δραχμή]] που είχε μεγαλύτερο [[βάρος]] από την αττική<br />ii) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το δίδραχμο, Αχαιός<br /><b>18.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πηλοῦ παχύτερος» — λεγόταν για άνθρωπο ηλίθιο<br />β) «παχεῖα παρὰ σφυρὸν [[γυνή]]» — λεγόταν για αισχρή και ακόλαστη [[γυναίκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παχέως]] Α<br />(για ορισμούς και λογικά επιχειρήματα) χονδρικώς, [[κατά]] [[προσέγγιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το, αρχαϊκού τύπου, επίθ. [[παχύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φαχύς</i>, με [[ανομοίωση]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhnğh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhenğh</i>- «[[παχύς]], [[πυκνός]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>bahu</i>- «[[άφθονος]], [[μεγάλος]], [[ευρύς]]». Το επίθ. [[παχύς]] έχει τη σημ. «[[ογκώδης]], [[μεγάλος]], [[ευτραφής]], [[καλοθρεμμένος]]» (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του ρ. [[παχύνω]] για ζώα τα οποία εκτρέφει, παχαίνει [[κανείς]]) [[καθώς]] και «στέρεος, [[γεροδεμένος]]» (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του [[παχύς]] στον Όμηρο για χαρακτηρισμό ηρώων). Επίσης, το [[παχύς]] χρησιμοποιήθηκε μτφρ. για να δηλώσει τον αργόστροφο, τον βραδύνου σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[λεπτός]], [[αλλά]] και με σημ. «[[εύπορος]], [[πλούσιος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἱ παχέες</i>, [[πάχητες]]). Τέλος, το επίθ. διακρίνεται από το [[πίων]], το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για το [[έδαφος]], το [[χώμα]], τους χυμούς ή για ζώα και αργότερα για τον άνθρωπο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πάχος]], [[παχύνω]] (-[[αίνω]]), [[παχύτης]] (-<i>ητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάχετος]], [[πάχιστος]], [[παχίων]], <i>παχῶ</i><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πάχης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[παχουλός]], [[παχυλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παχούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό<br /><b>βλ.</b> <i>παχυ</i>-). (Β' συνθετικό) [[υπέρπαχυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισόπαχυς]], [[νευρόπαχυς]], [[υπόπαχυς]], [[χρυσόπαχυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |