Anonymous

συγκαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῖ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῖ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῖ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
}}