Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγχώνευση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συγχωνεύω]], [[συνένωση]] πολλών ομοειδών πραγμάτων σε ένα, ώστε να αποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], [[συνένωση]], [[ενοποίηση]] (α. «[[συγχώνευση]] υπηρεσιών» β. «[[συγχώνευση]] τραπεζών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συγχώνευση]] επιχειρήσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[συγχώνευση]] δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με τη [[σύσταση]] [[νέας]] εταιρείας, με την [[υπαγωγή]] μιας ή περισσότερων εταιρειών σε [[άλλη]] [[εταιρεία]] και με [[εξαγορά]] μιας ή περισσότερων εταιρειών από [[άλλη]] [[εταιρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωνεύω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγχώνευσις</i>, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συγχωνεύω]], [[συνένωση]] πολλών ομοειδών πραγμάτων σε ένα, ώστε να αποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], [[συνένωση]], [[ενοποίηση]] (α. «[[συγχώνευση]] υπηρεσιών» β. «[[συγχώνευση]] τραπεζών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συγχώνευση]] επιχειρήσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[συγχώνευση]] δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με τη [[σύσταση]] [[νέας]] εταιρείας, με την [[υπαγωγή]] μιας ή περισσότερων εταιρειών σε [[άλλη]] [[εταιρεία]] και με [[εξαγορά]] μιας ή περισσότερων εταιρειών από [[άλλη]] [[εταιρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωνεύω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγχώνευσις</i>, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συγχωνεύω]], [[συνένωση]] πολλών ομοειδών πραγμάτων σε ένα, ώστε να αποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], [[συνένωση]], [[ενοποίηση]] (α. «[[συγχώνευση]] υπηρεσιών» β. «[[συγχώνευση]] τραπεζών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συγχώνευση]] επιχειρήσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[συγχώνευση]] δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με τη [[σύσταση]] [[νέας]] εταιρείας, με την [[υπαγωγή]] μιας ή περισσότερων εταιρειών σε [[άλλη]] [[εταιρεία]] και με [[εξαγορά]] μιας ή περισσότερων εταιρειών από [[άλλη]] [[εταιρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωνεύω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγχώνευσις</i>, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
}}
}}