Anonymous

συλλογικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα, [[ομαδικός]] (α. «συλλογική [[προσπάθεια]]» β. «συλλογικό [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σχετικός]] με [[ομάδα]], με σύλλογο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συλλο</i>(<i>γ</i>)<i>ικά</i><br />ο [[νους]], το [[λογικό]], το [[μυαλό]] («έχασε τα συλλογικά της»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συλλογικές διαφορές» — διαφορές [[μεταξύ]] ενώσεων εργοδοτών και ενώσεων εργαζομένων για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και το ύψος της αμοιβής τών μισθωτών<br />β) «συλλογική [[σύμβαση]] εργασίας» — έγγραφη [[σύμβαση]] [[μεταξύ]] μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων και μιας ή περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων με την οποία καθορίζεται το ελάχιστο [[πλαίσιο]] τών όρων, οι οποίοι [[πρέπει]] να τηρούνται στις επιμέρους συμβάσεις εργασίας<br />γ) «συλλογική [[ευθύνη]]» — [[ευθύνη]] που αποδίδεται όχι σε συγκεκριμένα άτομα [[αλλά]] σε [[ομάδα]] ή ομάδες ανθρώπων<br />δ) «συλλογική [[συμπεριφορά]]» — [[μορφή]] ομαδικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται σε απροσδιόριστες και συγκινησιακές καταστάσεις<br />ε) «συλλογικό όργανο» — διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού από όλα τα [[μέλη]] του, καθένα από τα οποία φέρει ίση προσωπική [[ευθύνη]] για τη [[δράση]] του οργάνου και για τα αποτελέσματά της<br />στ) «συλλογικό [[πρότυπο]]»<br /><b>(πυρην.)</b> πυρηνικό [[πρότυπο]], με το οποίο επιχειρείται η [[περιγραφή]] της δομής τών ατομικών πυρήνων, αλλ. ενοποιημένο [[πρότυπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλλογος]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ε. Α. Σίμο].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα, [[ομαδικός]] (α. «συλλογική [[προσπάθεια]]» β. «συλλογικό [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σχετικός]] με [[ομάδα]], με σύλλογο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συλλο</i>(<i>γ</i>)<i>ικά</i><br />ο [[νους]], το [[λογικό]], το [[μυαλό]] («έχασε τα συλλογικά της»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συλλογικές διαφορές» — διαφορές [[μεταξύ]] ενώσεων εργοδοτών και ενώσεων εργαζομένων για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και το ύψος της αμοιβής τών μισθωτών<br />β) «συλλογική [[σύμβαση]] εργασίας» — έγγραφη [[σύμβαση]] [[μεταξύ]] μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων και μιας ή περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων με την οποία καθορίζεται το ελάχιστο [[πλαίσιο]] τών όρων, οι οποίοι [[πρέπει]] να τηρούνται στις επιμέρους συμβάσεις εργασίας<br />γ) «συλλογική [[ευθύνη]]» — [[ευθύνη]] που αποδίδεται όχι σε συγκεκριμένα άτομα [[αλλά]] σε [[ομάδα]] ή ομάδες ανθρώπων<br />δ) «συλλογική [[συμπεριφορά]]» — [[μορφή]] ομαδικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται σε απροσδιόριστες και συγκινησιακές καταστάσεις<br />ε) «συλλογικό όργανο» — διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού από όλα τα [[μέλη]] του, καθένα από τα οποία φέρει ίση προσωπική [[ευθύνη]] για τη [[δράση]] του οργάνου και για τα αποτελέσματά της<br />στ) «συλλογικό [[πρότυπο]]»<br /><b>(πυρην.)</b> πυρηνικό [[πρότυπο]], με το οποίο επιχειρείται η [[περιγραφή]] της δομής τών ατομικών πυρήνων, αλλ. ενοποιημένο [[πρότυπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλλογος]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ε. Α. Σίμο].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα, [[ομαδικός]] (α. «συλλογική [[προσπάθεια]]» β. «συλλογικό [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σχετικός]] με [[ομάδα]], με σύλλογο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συλλο</i>(<i>γ</i>)<i>ικά</i><br />ο [[νους]], το [[λογικό]], το [[μυαλό]] («έχασε τα συλλογικά της»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συλλογικές διαφορές» — διαφορές [[μεταξύ]] ενώσεων εργοδοτών και ενώσεων εργαζομένων για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και το ύψος της αμοιβής τών μισθωτών<br />β) «συλλογική [[σύμβαση]] εργασίας» — έγγραφη [[σύμβαση]] [[μεταξύ]] μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων και μιας ή περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων με την οποία καθορίζεται το ελάχιστο [[πλαίσιο]] τών όρων, οι οποίοι [[πρέπει]] να τηρούνται στις επιμέρους συμβάσεις εργασίας<br />γ) «συλλογική [[ευθύνη]]» — [[ευθύνη]] που αποδίδεται όχι σε συγκεκριμένα άτομα [[αλλά]] σε [[ομάδα]] ή ομάδες ανθρώπων<br />δ) «συλλογική [[συμπεριφορά]]» — [[μορφή]] ομαδικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται σε απροσδιόριστες και συγκινησιακές καταστάσεις<br />ε) «συλλογικό όργανο» — διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού από όλα τα [[μέλη]] του, καθένα από τα οποία φέρει ίση προσωπική [[ευθύνη]] για τη [[δράση]] του οργάνου και για τα αποτελέσματά της<br />στ) «συλλογικό [[πρότυπο]]»<br /><b>(πυρην.)</b> πυρηνικό [[πρότυπο]], με το οποίο επιχειρείται η [[περιγραφή]] της δομής τών ατομικών πυρήνων, αλλ. ενοποιημένο [[πρότυπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύλλογος]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ε. Α. Σίμο].
}}
}}