Anonymous

συναίνεση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συναίνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συναίνησις]] Α [[συναινώ]]<br />[[συγκατάθεση]], [[συγκατάνευση]], [[αποδοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) [[δήλωση]] επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική του κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας<br /><b>2.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> [[τρόπος]] υιοθέτησης μιας απόφασης στα πλαίσια μιας διεθνούς διάσκεψης ή συνόδου διεθνούς σώματος, με απλή [[συγκατάθεση]] όλων τών μετεχόντων αντιπροσώπων ή κρατών και όχι με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναίνεση]] του παθόντος»<br />(ποιν. δίκ.) [[συναίνεση]] με την οποία συνδέονται διάφορα είδη προσβολής τών έννομων αγαθών του προσώπου που υφίσταται τις προσβολές αυτές, οι οποίες όμως δεν στοιχειοθετούν, κατ' αρχήν, άδικες πράξεις ακριβώς [[διότι]] ο [[φορέας]] τών έννομων αγαθών συμφωνεί σ' αυτό<br />β) «κοινωνική [[συναίνεση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ρητή ή σιωπηρή [[συμφωνία]] και [[συγκατάθεση]] της μεγαλύτερης δυνατής πλειονότητας τών μελών ενός κοινωνικού συνόλου για τις αξίες, τον χαρακτηρισμό και την [[αξιολόγηση]] τών συνθηκών, [[καθώς]] και τους σκοπούς της κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συναίνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συναίνησις]] Α [[συναινώ]]<br />[[συγκατάθεση]], [[συγκατάνευση]], [[αποδοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) [[δήλωση]] επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική του κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας<br /><b>2.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> [[τρόπος]] υιοθέτησης μιας απόφασης στα πλαίσια μιας διεθνούς διάσκεψης ή συνόδου διεθνούς σώματος, με απλή [[συγκατάθεση]] όλων τών μετεχόντων αντιπροσώπων ή κρατών και όχι με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναίνεση]] του παθόντος»<br />(ποιν. δίκ.) [[συναίνεση]] με την οποία συνδέονται διάφορα είδη προσβολής τών έννομων αγαθών του προσώπου που υφίσταται τις προσβολές αυτές, οι οποίες όμως δεν στοιχειοθετούν, κατ' αρχήν, άδικες πράξεις ακριβώς [[διότι]] ο [[φορέας]] τών έννομων αγαθών συμφωνεί σ' αυτό<br />β) «κοινωνική [[συναίνεση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ρητή ή σιωπηρή [[συμφωνία]] και [[συγκατάθεση]] της μεγαλύτερης δυνατής πλειονότητας τών μελών ενός κοινωνικού συνόλου για τις αξίες, τον χαρακτηρισμό και την [[αξιολόγηση]] τών συνθηκών, [[καθώς]] και τους σκοπούς της κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας.
|mltxt=η / [[συναίνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συναίνησις]] Α [[συναινώ]]<br />[[συγκατάθεση]], [[συγκατάνευση]], [[αποδοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) [[δήλωση]] επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική του κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας<br /><b>2.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> [[τρόπος]] υιοθέτησης μιας απόφασης στα πλαίσια μιας διεθνούς διάσκεψης ή συνόδου διεθνούς σώματος, με απλή [[συγκατάθεση]] όλων τών μετεχόντων αντιπροσώπων ή κρατών και όχι με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναίνεση]] του παθόντος»<br />(ποιν. δίκ.) [[συναίνεση]] με την οποία συνδέονται διάφορα είδη προσβολής τών έννομων αγαθών του προσώπου που υφίσταται τις προσβολές αυτές, οι οποίες όμως δεν στοιχειοθετούν, κατ' αρχήν, άδικες πράξεις ακριβώς [[διότι]] ο [[φορέας]] τών έννομων αγαθών συμφωνεί σ' αυτό<br />β) «κοινωνική [[συναίνεση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ρητή ή σιωπηρή [[συμφωνία]] και [[συγκατάθεση]] της μεγαλύτερης δυνατής πλειονότητας τών μελών ενός κοινωνικού συνόλου για τις αξίες, τον χαρακτηρισμό και την [[αξιολόγηση]] τών συνθηκών, [[καθώς]] και τους σκοπούς της κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας.
}}
}}