Anonymous

συναρμολογώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συναρμολογῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἁρμολογῶ]]<br />[[συναρμόζω]], [[συνενώνω]] επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>συναρμολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για την Εκκλησία και το [[σώμα]] τών πιστών) συνενώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με [[ομάδα]] προσ.) [[καθορίζω]] την [[εργασία]] καθενός ανάλογα με τις ικανότητές του.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συναρμολογῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἁρμολογῶ]]<br />[[συναρμόζω]], [[συνενώνω]] επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>συναρμολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για την Εκκλησία και το [[σώμα]] τών πιστών) συνενώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με [[ομάδα]] προσ.) [[καθορίζω]] την [[εργασία]] καθενός ανάλογα με τις ικανότητές του.
|mltxt=συναρμολογῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἁρμολογῶ]]<br />[[συναρμόζω]], [[συνενώνω]] επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>συναρμολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για την Εκκλησία και το [[σώμα]] τών πιστών) συνενώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με [[ομάδα]] προσ.) [[καθορίζω]] την [[εργασία]] καθενός ανάλογα με τις ικανότητές του.
}}
}}