Anonymous

διασωστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaswstiko/s
|Beta Code=diaswstiko/s
|Definition=ή, όν, [[preservative]], <span class="bibl">Max.Tyr.20.5</span>, al.; δύναμις <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.14</span>; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <span class="title">Theol.Ar.</span>5.
|Definition=ή, όν, [[preservative]], <span class="bibl">Max.Tyr.20.5</span>, al.; δύναμις <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.14</span>; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <span class="title">Theol.Ar.</span>5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que puede conservar o preservar]], [[δύναμις]] ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.<i>Intr</i>.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <i>Theol.Ar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[que salva]], [[salvador]], [[liberador]] στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5<br /><b class="num">•</b>fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios <i>Corp.Herm</i>.18.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que puede conservar o preservar]], [[δύναμις]] ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.<i>Intr</i>.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <i>Theol.Ar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[que salva]], [[salvador]], [[liberador]] στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5<br /><b class="num">•</b>fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios <i>Corp.Herm</i>.18.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διασωστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διασωστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.
}}
}}