Anonymous

ἀκατάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kata/streptos
|Beta Code=a)kata/streptos
|Definition=ον, [[not to be overthrown]], Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.146</span>.
|Definition=ον, [[not to be overthrown]], Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.146</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.
|lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.
}}
}}