3,274,865
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)kata/streptos | |Beta Code=a)kata/streptos | ||
|Definition=ον, [[not to be overthrown]], Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.146</span>. | |Definition=ον, [[not to be overthrown]], Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.146</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146. | |lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί. | ||
}} | }} |