Anonymous

ἀπαράδεκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)para/dektos
|Beta Code=a)para/dektos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inadmissible]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>17</span> (<b class="b3">-δεικτον</b> Pap.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>59.18</span>,al.; [[unacceptable]], Olymp.Hist.<span class="bibl">p.465</span> D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[not receiving]] or [[admitting]], c. gen., μαθημάτων <span class="bibl">Memn.2.2</span>; [<b class="b3">τῶν ἀγαθῶν</b>] Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>42 (dub. rest.); τέχνης <span class="bibl">Ph.1.311</span>; διαβολῆς <span class="title">Stoic.</span>3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>16.18</span>,al.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inadmissible]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>17</span> (<b class="b3">-δεικτον</b> Pap.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>59.18</span>,al.; [[unacceptable]], Olymp.Hist.<span class="bibl">p.465</span> D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[not receiving]] or [[admitting]], c. gen., μαθημάτων <span class="bibl">Memn.2.2</span>; [<b class="b3">τῶν ἀγαθῶν</b>] Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>42 (dub. rest.); τέχνης <span class="bibl">Ph.1.311</span>; διαβολῆς <span class="title">Stoic.</span>3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>16.18</span>,al.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadmisible]], [[inaceptable]] ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad</i> Phld.<i>Sign</i>.17.23, cf. A.D.<i>Synt</i>.59.18, Olymp.Hist.p.465.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite]], [[incapaz de admitir]] c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios</i> Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.<i>D</i>.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.153<br /><b class="num">•</b>gram. [[que no admite]] τῶν ἄρθρων A.D.<i>Synt</i>.16.18.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desfavorablemente]] ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto</i> Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
|lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadmisible]], [[inaceptable]] ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad</i> Phld.<i>Sign</i>.17.23, cf. A.D.<i>Synt</i>.59.18, Olymp.Hist.p.465.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite]], [[incapaz de admitir]] c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios</i> Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.<i>D</i>.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.153<br /><b class="num">•</b>gram. [[que no admite]] τῶν ἄρθρων A.D.<i>Synt</i>.16.18.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desfavorablemente]] ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto</i> Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]].
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]].
}}
}}