Anonymous

ἀπόπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)po/pemptos
|Beta Code=a)po/pemptos
|Definition=ον, [[dismissed]], dub. in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.52</span>(iii B.C.); cf. Hsch.
|Definition=ον, [[dismissed]], dub. in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.52</span>(iii B.C.); cf. Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despachado]], [[despedido]] τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων <i>PPetr</i>.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.<br /><b class="num">2</b> [[repudiable]], [[divorciable]] τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555<br /><b class="num">•</b>[[ajeno]] οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόπεμπτος''': -ον, ὁ ἀποπεμφθείς, «ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοθχηρίαν ἤθους» Ἡσύχ.· ἀπόπεμπτοι καὶ ἀπόβλητοι Κύριλλ. ἐν Ἰω. ς΄, 10· ὃν δύναταί τις ν’ ἀποπέμψῃ, Γρηγ. Νύσσ.
|lstext='''ἀπόπεμπτος''': -ον, ὁ ἀποπεμφθείς, «ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοθχηρίαν ἤθους» Ἡσύχ.· ἀπόπεμπτοι καὶ ἀπόβλητοι Κύριλλ. ἐν Ἰω. ς΄, 10· ὃν δύναταί τις ν’ ἀποπέμψῃ, Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despachado]], [[despedido]] τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων <i>PPetr</i>.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.<br /><b class="num">2</b> [[repudiable]], [[divorciable]] τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555<br /><b class="num">•</b>[[ajeno]] οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόπεμπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να αποπέμψει, να αποσοβήσει.
|mltxt=[[ἀπόπεμπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να αποπέμψει, να αποσοβήσει.
}}
}}