Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρμενίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rmeni/zw
|Beta Code=a)rmeni/zw
|Definition=[[sail]], Gloss.
|Definition=[[sail]], Gloss.
}}
{{DGE
|dgtxt=náut. [[largar velas]], [[hacerse a la mar]] πλοῖον <i>Cyran</i>.1.13.12, 3.6.3, <i>Phys</i>.A 121.2<br /><b class="num">•</b>[[navegar]] (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας [[αὑτοῦ]], καὶ ἀρμενίζει <i>Phys</i>.A 121.3, cf. <i>Gloss</i>.2.245.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρμενίζω''': μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, [[πλέω]], Γλωσσ.
|lstext='''ἀρμενίζω''': μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, [[πλέω]], Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=náut. [[largar velas]], [[hacerse a la mar]] πλοῖον <i>Cyran</i>.1.13.12, 3.6.3, <i>Phys</i>.A 121.2<br /><b class="num">•</b>[[navegar]] (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας [[αὑτοῦ]], καὶ ἀρμενίζει <i>Phys</i>.A 121.3, cf. <i>Gloss</i>.2.245.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀρμενίζω]])<br />[[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπλέω]], [[ξεκινώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ώστε ν' αποπλεύσει το [[πλοίο]], του [[φουσκώνω]] τα πανιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του<br /><b>2.</b> «που αρμενίζει ο [[νους]] σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί<br /><b>3.</b> «έχετε [[γεια]], γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' [[αρμενίζω]]» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.
|mltxt=(AM [[ἀρμενίζω]])<br />[[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπλέω]], [[ξεκινώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ώστε ν' αποπλεύσει το [[πλοίο]], του [[φουσκώνω]] τα πανιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του<br /><b>2.</b> «που αρμενίζει ο [[νους]] σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί<br /><b>3.</b> «έχετε [[γεια]], γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' [[αρμενίζω]]» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.
}}
}}