Anonymous

ἀσκωλιασμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)skwliasmo/s
|Beta Code=a)skwliasmo/s
|Definition=ὁ, [[leaping on greased wineskins]], <span class="bibl">Poll.9.21</span>.
|Definition=ὁ, [[leaping on greased wineskins]], <span class="bibl">Poll.9.21</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados]] en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados]] en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκωλιασμός]], ο (Α) [[ασκωλιάζω]]<br />το [[πήδημα]] [[επάνω]] σε [[ασκί]].
|mltxt=[[ἀσκωλιασμός]], ο (Α) [[ασκωλιάζω]]<br />το [[πήδημα]] [[επάνω]] σε [[ασκί]].
}}
}}